-
1 ώνος
-
2 ὦνος
ὦνος, ὁ,A price paid for a thing,ὁ δ' ἄξιον ὦνον ἔδωκε Od.15.388
, cf. Il.21.41;ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο Od.14.297
;ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452
; the person or thing bought being in gen., Αυκάονος ὦνον ἔδωκε for Lycaon, Il.23.746, cf. Theoc.1.58, Inscr.Delos 502A17 (iii B. C.). -
3 ὦνος
ὦνος ( ϝῶνος, cf. venum): purchase-money; ἐπείγετε ὧνον ὁδαίων, ‘hurry forward the delivery of the goods given in exchange for your freight,’ i. e. the return freight, Od. 15.445.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὦνος
-
4 ὦνος
Βλ. λ. ώνος -
5 ῶνος
Βλ. λ. ώνος -
6 ἀγκών
-ῶνος + ὁ N 3 0-2-1-1-2=6 2 Chr 9,18(bis); Ez 13,18; Jb 31,22; 4 Mc 10,6 -
7 ἀγών
-ῶνος + ὁ N 3 0-0-2-1-13=16 Is 7,13(bis); Est 4,17k; 2 Mc 4,18; 10,28→NIDNTT; TWNT -
8 αἰών
-ῶνος + ὁ N 3 25-72-74-348-231=750 Gn 3,22; 6,3.4; 13,15; Ex 12,24often stereotypical rendition of עולם; lifetime, life TobS 14,7; age, generation 1 Ezr 4,40; long space of time, age Ezr 4,15; eternity TobS 14,6; world? Wis 14,6; αἰῶνες the ages, eternity Tob 13,4ἀπ᾽ αἰῶνος of old Gn 6,4; ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος from age to age 1 Chr 16,36; δι᾽αἰῶνοςfor ever Dt 12,28; εἰς τὸν αἰῶνα for ever Gn 3,22; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος of old or from long ago and forever Jer 7,7; εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον for ever Jdt 15,10; εἰς αἰῶνα αἰῶνος for ever and ever Ps 18(19),10; ἕως (τοῦ) αἰῶνος for ever Gn 13,15; ἕως αἰῶνος οὐκ never, not ever Ps 48(49),20; πρὸ τῶν αἰώνων from eternity Ps 54(55),20; τὸν αἰῶνα Ai‛on, a cosmic deity? or the world? Wis 13,9*Is 17,2 καταλελειμμένη εἰς τὸν αἰῶνα abandoned for ever-עד עזבת for MT ערי עזבות deserted cities of;*Is 19,20 εἰς τὸν αἰῶνα for ever-ָלַעד for MT ְלֵעד as a witness; *Ez 32,27 ἀπὸ αἰῶνος of old-מעולם for MT מערלים of the un-circumcised; *Ps 47(48),9 εἰς τὸν αἰῶνα forever -עלמות for MT על־מות unto death; *Ps 89(90),8 ὁ αἰὼν ἡμῶν our age-עלמינו עולם for MT עלמנו עלם our hidden things, secret sins; *Jb 19,18 εἰς τὸν αἰῶνα for ever-עולם for MT עוילים young children; *Est 9,32 εἰς τὸν αἰῶνα onwards, for ever- האָָהְל for MT הלָּהֵאֶ theseCf. GILBERT 1973 34-35(Wis 13,9); LARCHER 1985 771-772(Wis 13,9; 14,9); LE BOULLUEC 1989176(Ex 15,18); PIETERSMA 1997, 188; SCHAPER 1995, 54-57; WOSCHITZ 1988, 52-54; →NIDNTT; TWNT -
9 ἅλων
-ωνος + ἡ N 3/M 5-8-8-6-0=27 Gn 50,10.11; Ex 22,5.28; Nm 15,20threshing floor Gn 50,10; grain on the threshing floor Is 25,10*Zph 2,9 ἅλωνος on the threshing floor corr. ἁλός for MT מלח saltCf. SHIPP 1979, 62; WALTERS 1973 129.137.290 -
10 ἀμπελών
-ῶνος + ὁ N 3 18-29-27-18-10=102 Gn 9,20; Ex 22,4(bis); 23,11; Lv 19,10vineyard Gn 9,20*1 Sm 15,9 τῶν ἀμπελώνων the vineyards-הכרמים for MT הכרים the ramsCf. LEE, J. 1983, 107; →NIDNTT -
11 ἀρραβών
-ῶνος + ὁ N 3 3-0-0-0-0=3 Gn 38,17.18.20deposit (= ערבון)Cf. HARL 1986a, 265; WALTERS 1973, 163; →NIDNTT; TWNT -
12 αὐλών
-ῶνος ὁ N 3 0-5-0-0-6=11 1 Sm 17,3; 1 Chr 10,7; 12,16; 27,29; 2 Chr 20,26 -
13 γυναικών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-0-4-0=4 Est 2,3.9.13.14women’s apartments, harem -
14 δόρκων
-ωνος ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Ct 2,17 -
15 ἐλαιών
-ῶνος + ὁ N 3 2-4-2-1-0=9 Ex 23,11; Dt 6,11; Jos 24,13; 1 Sm 8,14; 2 Kgs 5,26Cf. LE BOULLUEC 1989, 236; LEE, J. 1983, 108; →NIDNTT -
16 καύσων
-
17 κενεών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 14,44; 4 Mc 6,8hollow between ribs and hip, flank 2 Mc 14,44; void place, vacant space 4 Mc 6,8 -
18 κλαυθμών
-ῶνος ὁ N 3 0-6-0-1-0=7 Jgs 2,1.5; 2 Sm 5,23(place of) weeping; Κλαυθμῶν Weeping (toponym) Jgs 2,1, see also 2,5*2 Sm 5,23 τοῦ κλαυθμῶνος of weeping, of the place of weeping-בכה for MT בכא balsam tree, see also Jgs 2,1.5, 2 Sm 5,24, Ps 83(84),7neol. -
19 κλύδων
-ωνος + ὁ N 3 0-0-3-1-5=9 Jon 1,4.11.12; Prv 23,34; 1 Mc 6,11wave, billow Jon 1,4 (metaph.); id. 4 Mc 7,5; flood (metaph.)1 Mc 6,11*Prv 23,34 ἐν πολλῷ κλύδωνι in a great storm-שׁרע/ב? or-ערשׂ/ב? for MT שׁרא/ב on top of -
20 κοιτών
-ῶνος + ὁ N 3 1-6-2-1-5=15 Ex 7,28; JgsA 3,24; 15,1; 2 Sm 4,7; 13,10Cf. LE BOULLUEC 1989, 122
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek