Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄκουσαν

См. также в других словарях:

  • ἀκοῦσαν — ἀκέω pres part act fem acc sg (attic epic doric) ἀκούω hear aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκουσαν — ἄ̱κουσαν , ἀέκων involuntary fem acc sg (attic epic doric ionic) ἄ̱κουσαν , ἀκούω hear aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀκούω hear aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волити — ВОЛ|ИТИ (32), Ю, ИТЬ гл. 1.Хотеть: свою соупроужьницю изъгнавъ. и не вол˫ащоу въ ѡбразъ мнишьскыи ѡблече. (ἄκουσαν) ЖФСт XII, 64 об.; и аще волить вѣренъ моужь жити съ невѣрною женою. или вѣрна˫а жена с моужемь невѣрнымь. да не разлɤчаетасѩ. КР… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • μυροφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ μυροφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Βισαλτία — Αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, που συνόρευε με την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Αποτελούσε βασίλειο με τη γειτονική Κρηστωνία. Όταν ο Ξέρξης μπήκε στην Ελλάδα, ο βασιλιάς της Β. δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει και κατέφυγε στη Ροδόπη. Επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»