-
1 άκουσαν
ἄ̱κουσαν, ἀέκωνinvoluntary: fem acc sg (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσαν, ἀκούωhear: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀκούωhear: aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) -
2 ἄκουσαν
ἄ̱κουσαν, ἀέκωνinvoluntary: fem acc sg (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσαν, ἀκούωhear: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀκούωhear: aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) -
3 ακούσαν
ἀκέωpres part act fem acc sg (attic epic doric)ἀκούωhear: aor part act neut nom /voc /acc sg -
4 ἀκοῦσαν
ἀκέωpres part act fem acc sg (attic epic doric)ἀκούωhear: aor part act neut nom /voc /acc sg -
5 ἀκούω
ᾰκούω (ἀκούει, -ομεν, -οντι; -ῃ (v. l. - σῃ); -ων, -οντες; -ειν: aor. ἄκουσας, ἄκουσεν; ἄκουσον, -ατ(ε); -σαις; -σαι.)a hear, abs. τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, P. 1.26 ἀκούσατ addressed to the audience P. 6.1παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκουσον, Ἥρας N. 7.2
b c. acc.τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον O. 6.52
οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον O. 6.66
[μεγάλαν δ' ἀρετὰν ἀκούοντί ποι P. 5.101
v. infr. c.] εἴ τις ευλτ;γτ; πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. l. ἀκούσῃ i. e. ἐγκωμιάζεται) I. 5.13 νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c. Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφὰν (sc. Κάδμος.) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (sc. Τέρπανδρος.) fr. 125. 3.c c. gen.Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς ἀκούσαις Ἰφίων Ἀγγελίας O. 8.81
τῶν δἀκούσαις αὐτὸς P. 4.135
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν, ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενὶ (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν sc. of the dead kings of Cyrene) P. 5.101 ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ᾰκουσεν (cf. Hom. Il. 7. 226f.) N. 2.14 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.43 [ ἐπεὶ θεσφάτων ἄκουσαν (codd.: ἐπάκουσαν Tric.) I. 8.31]φόρμιγξ, τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2
d learn, heara c. acc. & inf.πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεαν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.77
II c. acc. & indir. quest.,ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
e εὖ ἀκούω, be well spoken of, have a good reputationεὖ δἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32
cf. I. 5.13f frag. ] ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ. 4. 13. -
6 ἐπακούω
1 listen to c. gen. ἐπεὶ θεσφάτων ἐπᾰκουσαν (Tricl. metri causa: ἄκουσαν codd.) I. 8.31 -
7 κλάζω
A (lyr.): [tense] aor.1ἔκλαγξα Il.1.46
, A. Ag. 201 (lyr.): [tense] aor.2ἔκλᾰγον h.Pan.14
, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: [tense] pf.κέκλαγγα X.Cyn.3.9
, 6.23; subj. ; [dialect] Dor.κέκλᾱγα Alcm.7
; part. κεκληγώς, pl.κεκλήγοντες Il.17.756
, - ῶτες v.l.ib. 16.430,κεκλαγώς Plu.Tim.26
:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλάγξομαι Ar.V. 930
:— make a sharp piercing sound:1 of birds, scream, οὐκ ἴδον.., ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ)ἄκουσαν Il.10.276
; of starlings and daws,οὖλον κεκλήγοντες 17.756
, etc.;γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op. 449
; of the eagle, Il.12.207, S.Ant. 112 (lyr.), cf. OT 966, etc.2 of dogs, bark, bay,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30
, cf. Ar.V. 929, X.ll.cc., etc.3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle,ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46
; of the wind, whistle,αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408
; of wheels, creak, A. Th. 205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib. 386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ.. ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar,ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127
; of the musician, (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).4 of men, shout, scream,ὀξέα κεκληγώς Il.2.222
, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth,κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.); (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; alsoἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20
.5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ.. μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag. 201 (lyr.); Ζῆνα.. ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib. 174 (lyr.). -
8 ὄψ
ὄψ (A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,A voice, whether in speaking, shouting, lamenting,Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76
, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing,Κίρκης.. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221
, cf. 5.61;ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604
, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae,ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152
; of lambs,ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435
; of flutes,αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532
.II word,ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53
;ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137
, cf. 21.98, S.El. 1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)------------------------------------ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63.
См. также в других словарях:
ἀκοῦσαν — ἀκέω pres part act fem acc sg (attic epic doric) ἀκούω hear aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκουσαν — ἄ̱κουσαν , ἀέκων involuntary fem acc sg (attic epic doric ionic) ἄ̱κουσαν , ἀκούω hear aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀκούω hear aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
волити — ВОЛ|ИТИ (32), Ю, ИТЬ гл. 1.Хотеть: свою соупроужьницю изъгнавъ. и не вол˫ащоу въ ѡбразъ мнишьскыи ѡблече. (ἄκουσαν) ЖФСт XII, 64 об.; и аще волить вѣренъ моужь жити съ невѣрною женою. или вѣрна˫а жена с моужемь невѣрнымь. да не разлɤчаетасѩ. КР… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
μυροφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ μυροφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες… … Dictionary of Greek
Βισαλτία — Αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, που συνόρευε με την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Αποτελούσε βασίλειο με τη γειτονική Κρηστωνία. Όταν ο Ξέρξης μπήκε στην Ελλάδα, ο βασιλιάς της Β. δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει και κατέφυγε στη Ροδόπη. Επειδή… … Dictionary of Greek
Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek