Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δογμάτων

См. также в других словарях:

  • δογμάτων — δόγμα that which seems to one neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ямвлих греческий философ — (Ίάμβλιχος) греческий философ, принадлежавший к так называемой новоплатонической школе. Сведения о его жизни, чрезвычайно скудные, дает его биограф Евнапий, который гораздо более озабочен обобщением различных ходячих анекдотов о его чудесах, чем… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ямвлих, философ — (Ίάμβλιχος) греческий философ, принадлежавший к так называемой новоплатонической школе. Сведения о его жизни, чрезвычайно скудные, дает его биограф Евнапий, который гораздо более озабочен обобщением различных ходячих анекдотов о его чудесах, чем… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Diogĕnes [1] — Diogĕnes (gr., d.i. der von Zeus Gezeugte), bei Homer Beiname von Königen, später gewöhnlicher Name. I. Byzantinischer Kaiser: 1) so v.w. Romanus. II. Philosophen u. Dichter: 2) D. Apolloniates od. der Physiker, aus Apollonia in Kreta, ionischer… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • АЛКИНОЙ —     АЛКИНОЙ Ἀλκίνους) (2 Я ПОЛ. 2 в. н. э.?), автор написанного по гречески сочинения, известного как «Учебник» или «Сводка платоновской философии» (варианты названия: Ἀλκινόου Διδασκαλικὸς τῶν Πλάτωνος δογμάτων Parisinus gr. 1962, Pinax, f. 146V …   Античная философия

  • δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …   Dictionary of Greek

  • δογματοποιία — δογματοποιία, η (Α) 1. διδασκαλία δογμάτων, φιλοσοφικών αξιωμάτων 2. διδασκαλία εκκλησιαστικών δογμάτων …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»