-
1 ακτινοβολία
ἀκτινοβολίᾱ, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem nom /voc /acc dualἀκτινοβολίᾱ, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀκτινοβολία
ἀκτινοβολίᾱ, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem nom /voc /acc dualἀκτινοβολίᾱ, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀκτινοβολία
ἀκτῑνο-βολία, ἡ,A shooting of rays, Plu. 2.781a.II Astrol., aspecting from the left, Thessal. in Cat. Cod.Astr.8(3).138, Porph.Intr.p.18<*>:—also [full] ἀκτινηβολίη, Man.1.322.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκτινοβολία
-
4 ακτινοβολία
1) projection2) radiationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακτινοβολία
-
5 ακτινοβολίας
ἀκτινοβολίᾱς, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem acc plἀκτινοβολίᾱς, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀκτινοβολίας
ἀκτινοβολίᾱς, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem acc plἀκτινοβολίᾱς, ἀκτινοβολίαshooting of rays: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ακτινοβολίαι
-
8 ἀκτινοβολίαι
-
9 ακτινοβολίαν
-
10 ἀκτινοβολίαν
-
11 ακτινοβολιών
-
12 ἀκτινοβολιῶν
-
13 ακτινοβολίαις
-
14 ἀκτινοβολίαις
-
15 ἀναίρεσις
A taking up or away, esp. of dead bodies for burial, ;νεκρῶν Th.3.109
, 113; , cf. Antipho 5.68, Lys.2.7;ἀναίρεσιν δοῦναι E.Supp.18
; in a sea-fight,νεκρῶν ἢ ναυαγίων ἀ. Th.7.72
;τῶν ναυαγῶν X.HG1.7.5
.4 direct confutation of arguments, opp. διαίρεσις (confutation by drawing a distinction), Arist.SE 183a10; destruction (by argument),τινός Phld.Sign.12
.5 Astrol., = ἀκτινοβολία, Thrasyll. ap. Porph.in Ptol. 189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναίρεσις
См. также в других словарях:
ἀκτινοβολία — ἀκτινοβολίᾱ , ἀκτινοβολία shooting of rays fem nom/voc/acc dual ἀκτινοβολίᾱ , ἀκτινοβολία shooting of rays fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινοβολία — ακτινοβολία, η και αχτινοβολία, η και ακτινοβόλημα, το και αχτινοβόλημα, το 1. η εκπομπή ακτινών: Η ακτινοβολία μερικών αστεριών είναι αρκετά έντονη. 2. λάμψη: Μια ακτινοβολία χαράς φώτισε το πρόσωπό του. 3. (φυσ.), εκπομπή σωματίων ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
ιονίζουσα ακτινοβολία — Κάθε ακτινοβολία που προκαλεί ιονισμό ή διέγερση του μέσου μέσα από το οποίο διέρχεται. Η ι.α. μπορεί να είναι μία ροή φορτισμένων σωματιδίων με μεγάλη ενέργεια, όπως ηλεκτρόνια, πρωτόνια, άλφα σωματίδια κ.ά. ή υπεριώδης ακτινοβολία μεγάλης… … Dictionary of Greek
α ακτινοβολία — Σωματιδιακή (θετική) ακτινοβολία· αποτελείται από σωματίδια α, δηλαδή πυρήνες ήλιου, που εκπέμπονται από τους πυρήνες ορισμένων φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών στοιχείων, όπως είναι π.χ. το ράδιο, το ουράνιο κλπ. (βλ. λ. ακτινοβολία, Ράδερφορντ… … Dictionary of Greek
δευτερογενής κοσμική ακτινοβολία — Τα παράγωγα της πρωτογενούς κοσμικής ακτινοβολίας (βροχή σωματιδίων υψηλής ενέργειας από το Διάστημα πάνω στη Γη) μετά τις αλληλεπιδράσεις της με τα μόρια της ατμόσφαιρας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή ελαφρότερων… … Dictionary of Greek
ἀκτινοβολίας — ἀκτινοβολίᾱς , ἀκτινοβολία shooting of rays fem acc pl ἀκτινοβολίᾱς , ἀκτινοβολία shooting of rays fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοβολίαι — ἀκτινοβολίᾱͅ , ἀκτινοβολία shooting of rays fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοβολίαν — ἀκτινοβολίᾱν , ἀκτινοβολία shooting of rays fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοβολιῶν — ἀκτινοβολία shooting of rays fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)