Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύθοις

См. также в других словарях:

  • μύθοις — μύ̱θοις , μῦθος word masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • баснь — БАСН|Ь (46), И с. Вымысел, сказка, миф: оучению вънѣшьнѥмоу прикасашесѩ... съвѣдати елиньскыи ˫азыкъ. творьцемъ вънима˫а ѡ(т) нихъ же не басни. нъ пользьна˫а въсприѥмъ. (τὸ μυϑῶδες) ЖФСт XII, 39; Поганомысльнии. иже обычаю поганыихъ въслѣдоующе.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARISTOTELES — Stagirita, Philosophus, Peripateticorum Princeps, natus est Olymp. 99. A. M. 3670. Urb. Cond. 370. Ante Christum Natum 384. Septendecim annos natus, post Nicomachi parentis mortem, Athenas profectus, Platonis auditor fuit, qui praeclarissimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GENEALOGICI Hymni — fabulosorum seu historicorum partes, aut originem aut causam cuiusque potestatis, olim enarrabant. Sic Bacchi ortus. Iovis fil. qui Iuppiter aether est. Semele arsit. Utrumque vini igneam vini ostendit. Praeterea immaturum fatum, nisi succo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GERANDRYON — locus olim oraculo celebris, apud Clementem Alex. Protreptico ad Gentes, Γεράνδρυον δε ψάμμοις ἐρήματοις τε τιμημεν´ον καὶ τὸ ἀυτόθι μαντεῖον, ἀυτῇς δρυϊ μεμαραϚμένον, μύθοις γεγηρακότη καταλείψατε. Gerandryon autem arenis desertis honoratum, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • λαβρεύομαι — (Α) [λάβρος] κομπορρημονώ με αυθάδεια, φλυαρώ με θρασύτητα, με ιταμότητα («ἀεὶ μύθοις λαβρεύεται», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»