Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατὰ+μέλη

См. также в других словарях:

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • απαλειφή αγνώστου — Ονομάζεται α.α. μεταξύ μ εξισώσεων δοσμένου συστήματος η εύρεση συστήματος ισοδύναμου με το δεδομένο και στο οποίο μ 1 εξισώσεις δεν περιέχουν τον άγνωστο αυτόν. Η α.α. γίνεται μετρεις μεθόδους: α) με αντικατάσταση, κατά την οποία λύνουμε ως προς …   Dictionary of Greek

  • μελεϊστί — και μελιστί (Α) επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε ος + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. *μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω… …   Dictionary of Greek

  • μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι …   Dictionary of Greek

  • εληδόν — μεληδόν (ΑM) επίρρ. 1. κατά μέλη, κομματιαστά, μελεϊστί* 2. με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… …   Dictionary of Greek

  • Ασασίνοι — Μέλη μυστικής μουσουλμανικής οργάνωσης Ισμαηλιτών, που τρομοκράτησαν τη δυτική Ασία κατά τις Σταυροφορίες. Η οργάνωση ιδρύθηκε στην Περσία, γύρω στο 1090, από τον Χασάν μπεν Σαμπάχ. Κατά την παράδοση, οι Α. χρησιμοποιούσαν χασίς για να εξάπτουν… …   Dictionary of Greek

  • πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς …   Dictionary of Greek

  • ταινιοφόροι — Μέλη συνομωτικών αγροτικών οργανώσεων, που έδρασαν στην Ιρλανδία τον 19o αι. Είχαν ως έμβλημά τους μια μικρή πράσινη ταινία από ύφασμα από την οποία πήραν και την ονομασία τους. Μέλη του κινήματος των τ. ήταν φτωχοί αγρότες που τους… …   Dictionary of Greek

  • Καρμπονάροι — Μέλη μυστικής εταιρείας, με πολιτική κατεύθυνση, που ιδρύθηκε στην Ιταλία στις αρχές του 19ου αι. (μεταξύ 1802 και 1810) κατά το πρότυπο του μασονισμού. Στόχος τους ήταν η απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου από τον αυστριακό ζυγό και η ανατροπή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»