Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἴσομαι

См. также в других словарях:

  • εἴσομαι — εἶμι ibo fut ind mid 1st sg (epic) οἶδα see fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵσομαι — ἕζομαι seat oneself fut ind mid 1st sg ἵζω si sd o aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσομ' — εἴσομαι , εἶμι ibo fut ind mid 1st sg (epic) εἴσομαι , οἶδα see fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… …   Dictionary of Greek

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • επιείσομαι — ἐπιείσομαι (Α) 1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. τού ίεμαι* «επιθυμώ»] …   Dictionary of Greek

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»