Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μελ-

См. также в других словарях:

  • Μέλ' — Μέλα , Μέλας black masc voc sg (epic) Μέλα , Μέλης masc voc sg (doric) Μέλα , Μέλης masc nom sg (epic doric) Μέλαι , Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλ' — μέλε , μέλε masc voc sg μέλαι , μέλη fem nom/voc pl μέλᾱͅ , μέλη fem dat sg (doric aeolic) μέλι , μέλι honey neut nom/voc/acc sg μέλε , μέλω to be an object of care pres imperat act 2nd sg μέλε , μέλω to be an object of care imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελ, Μαξ — (Max Mell, Μάρμπουργκ, Στυρία 1882 – Βιέννη 1971). Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ένας σύγχρονος ερμηνευτής της πνευματικότητας του μπαρόκ και του μεσαιωνικού θρησκευτικού μυστηρίου. Έγραψε πολλά δράματα, όπως Η παράσταση των …   Dictionary of Greek

  • Γκίμπσον, Μελ — (Mel Gibson, Νέα Υόρκη 1956 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς της σύγχρονης εποχής (η αμοιβή του, στις αρχές του 21ου αι., ξεπερνά τα 30 εκατ. δολ. ΗΠΑ ανά ταινία) …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Μελ — (Mel Brooks, Μπρούκλιν 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και παραγωγού Μέλβιν Καμίνσκι (Melvin Kaminsky). Πολυμήχανος, οξυδερκής, ταλαντούχος και αυτοδίδακτος στο ξεκίνημα του ηθοποιός της stand up… …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • Mellite — General Category Organic compounds Chemical formula Al2[C6 …   Wikipedia

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Mellite (minéral) — Mellite Catégorie X : minéraux organiques[1] Mellite taillée Hongrie …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»