Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀττική

См. также в других словарях:

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Άττικη — Sp Ãtika Ap Άττικη/Attikē sen. graikų kalba Ap Άττικι/Attiki graikiškai L Graikijos ist. ir adm. sr. ir nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αττική — η η ανατολικότερη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀττικῇ — Ἀττικός Attic fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττική — Ἀττικός Attic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττική σύνταξη — Η συνεκφορά, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, πληθυντικού υποκειμένου στο ουδέτερο γένος με ρήμα στον ενικό (τα παιδία παίζει). Η σύνταξη αυτή συναντάται στον Όμηρο και σε αττικιστές (μιμητές της αττικής διαλέκτου) της εποχής του Αύγουστου …   Dictionary of Greek

  • Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Διισωτήρια — Αττική γιορτή προς τιμήν του Δία Σωτήρα και της Αθηνάς Σωτείρας, την οποία τελούσαν ταυτόχρονα με τα Διιπόλια. Περισσότερα στοιχεία για τη γιορτή δεν είναι γνωστά. * * * Διισωτήρια και διισωτήρια, τα (Α) γιορτή στην Αθήνα προς τιμήν τού Διός… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, σαρκοφάγος — Αττική μαρμάρινη σαρκοφάγος που βρέθηκε στη Σιδώνα το 1887. Χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. και στις ανάγλυφες παραστάσεις της διακρίνεται η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικῆι — Ἀττικῇ , Ἀττικός Attic fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»