Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρηστήρια

См. также в других словарях:

  • χρηστήρια — χρηστήριον an oracle neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίαν — χρηστηρίᾱν , χρηστήριος oracular fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕЛЬФИЙСКИЙ ОРАКУЛ —    • Delphicum oraculum,          По Эсхилу (Eит. 1 слл.), Д. оракул впервые принадлежал древнейшей прорицательнице, богине Гебе, которая передала его своей дочери Фемиде, в эта своей сестре Фойбе, которая, в свою очередь, предоставила его, в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Philémon (lexicographe) — Pour les articles homonymes, voir Philémon. Philémon (en grec Φιλήμων) est le nom sous lequel nous est parvenu de manière fragmentaire un lexique du grec ancien, intitulé Λεξικόν τεχνολογικόν (Lexique systématique). La préface nous indique qu il… …   Wikipédia en Français

  • εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας …   Dictionary of Greek

  • εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… …   Dictionary of Greek

  • προχρεία — ἡ, Α 1. προκαταβολική δόση χρημάτων, προπληρωμή που δίνεται ως δάνειο 2. αρχικό κεφάλαιο για εμπορικές επιχειρήσεις 3. εγκατάσταση επιχείρησης με εργαλεία, σκεύη («ἀμπελικὸν χωρίον... καὶ προχρείας καὶ χρηστήρια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρῶμαι… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • συγχρηστήριον — τὸ, Α οικιακό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρηστήρια «σκεύη, εργαλεία»] …   Dictionary of Greek

  • φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»