Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρεώμενος

См. также в других словарях:

  • χρεωμένος — ένη, ον Α ιων. τ. τής μτχ. τού ρ. χρῶμαι …   Dictionary of Greek

  • χρεώμενος — χράομαι abuse pres part mp masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρέωτος — η, ο [χρεώνω] 1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει 2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη 3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • μυριοχρεωμένος — και μυριουχρεωμένος και μυριοχριωμένος και μυριοχρωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει υπέρογκα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρεωμένος (< χρεώνω)] …   Dictionary of Greek

  • υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • Γκούντγιαρ, Τσαρλς — (Charles Goodyear, Νιου Χέβεν 1800 – Νέα Υόρκη 1860).Αμερικανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως έμπορος μαζί με τον πατέρα του, αλλά χρεοκόπησε το 1830. Ακολούθησε μία ταραγμένη περίοδος φτώχειας, δικαστικών αγώνων με τους δανειστές του και φυλακίσεων.… …   Dictionary of Greek

  • χρεώνομαι — χρεώνομαι, χρεώθηκα, χρεωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αχρέωτος — η, ο αυτός που δεν είναι χρεωμένος, αυτός που δεν είναι γραμμένος στη στήλη χρέωσης εμπορικού βιβλίου: Τα εμπορεύματα που στείλαμε στον Α είναι αχρέωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεώνω — χρέωσα, χρεώθηκα, χρεωμένος 1. αναγράφω κάποιον χρεώστη, τον χρεώνω με κάτι: Σε χρεώνω με χίλια ευρώ. 2. υποθηκεύω, επιβαρύνω με χρέη: Έχουν χρεώσει το σπίτι τους. 3. παροιμ. «Όποιος όλο χρεώνεται κακό του ξημερώνεται», τα απανωτά χρέη καταλήγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»