Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέχρημαι

См. также в других словарях:

  • κέχρημαι — χράω 2 proclaim perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՕԹ — (ոյ, ոց. եւս եւ՝ ի, ից.) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἁγγεῖον, σκεῦος vas Աման. ընդունարան. ... *Անօթ խեցեղէն: Խեցեղէն անօթոյ բրտի. Ղեւտ. ՟Ժ՟Դ. 5: Ես. լ. 14: *Անօթ կաւեղէն: Ի պղնձի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»