Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρῆται

См. также в других словарях:

  • χρῆται — χράομαι abuse pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres subj mp 3rd sg (doric ionic) χράομαι abuse pres ind mp 3rd sg (doric ionic) χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» …   Dictionary of Greek

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»