-
1 αἰθήρ
1 sky, heavena lit.ἐρήμας δἰ αἰθέρος O. 1.6
φαεννὸν ἐς αἰθέρα O. 7.67
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) O. 13.88πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει, αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66
b met.ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.42
λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 3.c frag. ]φαεννὸς αἰθήρ[ Pae. 3.17
αἰθερ[ Pae. 7.11
-
2 Αιθήρ
-
3 Αἰθήρ
-
4 αιθήρ
-
5 αἰθήρ
-
6 αἰθήρ
αἰθήρ, έρος, in Hom. always ἡ; in Hes. and [dialect] Att. Prose always ὁ; in Lyr. and Trag. mostly ὁ, as always in A., but ἡ Pi.O.1.6, B.8.35, S.OT 867, and freq. in E.: ([etym.] αἴθω):—in Hom.,A ether, the heaven (wrongly distinguished by Aristarch. from ἀήρ (q.v.) as upper from lower air);δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288
; [Ζεὺς] αἰθέρι ναίων 2.412
, Hes.Op.18; ; , cf. E.Supp. 533; of the sky, both cloudless,νήνεμος αἰ. Il.8.556
, and clouded,ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι 15.192
, cf. 16.365; freq. in Trag., etc., A.Pr. 1044, 1088, Pers. 365, E. Ba. 150; αἰ. ζοφερός, ἀχλυόεις, A.R.3.1265, 4.927; of the fumes of the Cyclops' mouth, E.Cyc. 410.b = πῦρ τεχνικόν, Chrysipp.Stoic.2.168, cf. Arist.Mu. 392a5.4 the divine element in the human soul, Philostr.VA3.34, cf. 42. -
7 αἰθήρ
αἰθήρ: the upper air, or sky, aether; αἰθέρι ναίων, of Zeus, dweller in the heavens; more exactly conceived as having οὐρανός beyond it, Il. 2.458; separated from the lower άήρ by the clouds, as Hera in Il. 15.20 swings ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰθήρ
-
8 αἰθήρ
αἰθήρ, - έροςGrammatical information: f. m.Meaning: `clear air, heaven' (Il.).Derivatives: αἴθρη, -ᾱ `id.' (Il.); αἰθρίη, - ία `clear heaven, beautiful wether'; αἶθρος `fresh, cold air' (ξ 318 αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον). Cf. αἰθρεῖ χειμάζει H., αἰθρινόν πρωϊνόν H. (improbable Bouquiaus-Simon, Ant. class. 31, 1962, 25ff.); αἰθέριος `in the air, heavenly' (trag.).Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Generally derived from αἴθω, q.v.Page in Frisk: 1,37Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰθήρ
-
9 Αιθέρ'
Αἰθέρα, αἰθήρether: masc acc sgΑἰθέρι, αἰθήρether: masc dat sgΑἰθέρε, αἰθήρether: masc nom /voc /acc dual -
10 Αἰθέρ'
Αἰθέρα, αἰθήρether: masc acc sgΑἰθέρι, αἰθήρether: masc dat sgΑἰθέρε, αἰθήρether: masc nom /voc /acc dual -
11 αιθέρ'
αἰθέρα, αἰθήρether: masc acc sgαἰθέρι, αἰθήρether: masc dat sgαἰθέρε, αἰθήρether: masc nom /voc /acc dual -
12 αἰθέρ'
αἰθέρα, αἰθήρether: masc acc sgαἰθέρι, αἰθήρether: masc dat sgαἰθέρε, αἰθήρether: masc nom /voc /acc dual -
13 νήνεμος
A without wind, calm,αἰθήρ Il.8.556
, Ar.Th.43 (anap.); (lyr.); (lyr.); (lyr.);νηνέμους ἔσχεν αἰθὴρ δρόμους Limen.8
; ἐν νηνέμοις in windless places, Thphr. HP1.8.1: [comp] Comp.,διὰ τὸ -ώτερον εἶναι Arist.Mete. 373a24
(s.v.l.).2 metaph.,ν. ἔστησ' ὄχλον E.Hec. 533
;ν. ἔχειν τὴν ψυχήν Plu.2.589d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήνεμος
-
14 Αιθέρα
-
15 Αἰθέρα
-
16 Αιθέρας
-
17 Αἰθέρας
-
18 Αιθέρε
-
19 Αἰθέρε
-
20 Αιθέρες
См. также в других словарях:
Αἰθήρ — ether masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθήρ — ether masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας … Dictionary of Greek
αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… … Dictionary of Greek
Αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρες — αἰθήρ ether masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)