Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταῦτ

См. также в других словарях:

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτ' — ταυτί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl ταυταί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὔτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὖτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταῦτ' — ταῦτα , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύτ' — ταύτᾱͅ , οὗτος this fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυταληθής — ές, Μ (για τον Χριστό) ο απόλυτα αληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτεμφερής — ές, Μ ακριβώς όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἐμφερής «όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοβούλητος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια βούληση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + βούλητος (< βούλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ταυτογενής — ές, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»