Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔχε

См. также в других словарях:

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • ἔχε — ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χε — ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχεν — ἔχε̄ν , ἔχω check pres inf act (epic doric) ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχες — ἔχε̄ς , ἔχω check pres ind act 2nd sg (doric) ἔχω check imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… …   Wikipedia

  • εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • εχεδημία — ἐχεδημία, ἡ (Α) αρχαία ονομασία τής Ακαδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όνομα Εχέ δημος (< εχε * < έχω Ι + δήμος)] …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • ἔχ' — ἔχι , ἔχις viper masc voc sg ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐκά , ἐκάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»