-
1 Ύπνος
-
2 Ὕπνος
-
3 ύπνος
-
4 ὕπνος
-
5 ὕπνος
ὕπνος, ὁ,A sleep, slumber, Od.11.245, al. (v. infr.); of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕ. Il.11.241
;Κάλχανθ' ὕ. θανάτοιο κάλυψεν Hes.Fr. 160
codd.Str.;ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος Od.6.2
, cf. 12.281;τάπητες μαλακώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
, cf. 5.51.— Special phrases:I of going to sleep,μιν ἐπήλυθε.. ὕ. Od. 4.793
;ἐπὶ.. ὕ. ὄρουσεν Il.23.232
;ἱκάνει 1.610
;ἔχει 10.4
, etc.;τὸν ὕ. ἔμαρπτε 23.62
, al.;ᾕρει 24.4
, al.; ; opp.ὕπνος ἀνῆκέ τινα Il.2.71
, Od.19.551, Pl.Prt. 310d: of persons,ὕπνον ἀωτεῖν Il.10.159
, etc.;ὕπνου δῶρον ἕλοντο Od.16.481
, etc.; ;κοιμᾶσθαι X.Hier.6.7
;ἡδὺν ὕπνον καθεύδειν Men.Kith.Fr.1.5
;ὕπνου τυχεῖν Ar.Ach. 713
;μικρὸν ὕπνου λαχών X. An.3.1.11
;ὕπνου λαχεῖν μέρος Cratin.218
; ἐν ὕπνῳ or ὕπνῳ πεσεῖν to fall a-sleep, Pi.I.4(3).23(41), A.Eu.68;εἰς ὕπνον πεσεῖν S.Ph. 826
; οὐχ ὕπνῳ γ' ἐνδόντα (so Badham for εὕδοντά)μ' ἐξεγείρετε Id.OT65
; also ὕπνῳ δεδμημένος, δαμείς, Il.10.2, 14.353, etc.; νικώμενος, κρατηθεῖσ', A.Ag. 290, Eu. 148 (lyr.); (lyr.); σκεδάσαι.. ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον ib. 991 (lyr.).2 of waking from sleep,ἐγεῖραί τινα ἐξ ὕπνου Od.15.44
, etc.: of the sleeper,ἀνόρουσε, ἔγρετο, ἐξ ὕ. Il. 10.162
, 2.41;ἐξ ὕ. στῆναι S.Ph. 277
;ἀπολακτίσασ' ὕπνον A.Eu. 141
;ἀποσείσασθαι Luc. Tim.6
.3 with Preps., when the pl. also is not uncommon, ἐν ὕπνῳ in sleep, in a dream, E.IT44, Pl.R. 476c; ἐν τοῖς ὕ. ib. 572b, Sph. 266b, Isoc.9.21, PCair.Zen.34.5 (iii B.C.);καθ' ὕπνον ὄντα S.Tr. 970
(lyr.), cf. Pl.Lg. 800a; καθ' ὕπνον, κατὰ τοὺς ὕπνους, Plu.2.717e,555b, Alex.50; περὶ πρῶτον ὕ. about one's first sleep, Ar.V.31, Th.2.2;περὶ πρώτους ὕ. Eub.13
;ἀπὸ πρώτου ὕ. Th.7.43
;διὰ μέσων τῶν ὕ. Plu.Them.28
;ἐκ τῶν ὕ. ἐγείρεσθαι Pl.R. 330e
: pl., dreams,ὕ. ἀγένητοι Phld.D.1.22
.II Sleep, as a god, twinbrother of Death, Il.14.231, 16.672, 682; acc. to Hes.Th. 212, son of Night without father. [[pron. full] ῠ by nature, A. Th.3, Ag.14, 912, etc.; [pron. full] ῡ by position in [dialect] Ep., etc.] (Cf. Skt. svápati 'sleep', Subst. svápnas 'sleep, dream'; Lat. somnus, sopor, etc.) -
6 ὕπνος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕπνος
-
7 ὕπνος
ὕπνος, ὁ (vgl. sopor, somnus), 1) der Schlaf, Hom. u. Folgende überall; auch vom Beischlaf, Od. 11, 215; vom Todesschlaf, χάλκεος, Il. 11, 241; ἐν ὕπνῳ πέσεν Pind. I. 3, 41; oft bei Tragg.; u. in Prosa, ἐκ τῶν ὕπνων ἐγειρόμενος Plat. Rep. I, 330 e; – περὶ πρῶτον ὕπνον, um die Zeit des ersten Schlafes, Plut. Nic. 5, wie περὶ πρώτους ὕπνους Eubul. in B. A. 111. – Auch Schläfrigkeit, Trägheit, τοσοῦτον ὕπνον καὶ λήϑην ἔχειν ἅπαντας Dem. 18, 283. – 2) der Gott des Schlafes, Il. 14, 231 ff., der Zwillingsbruder des Todes, 16, 672. 682; Soph. Phil. 826; nach Hes. Th. 212 der Sohn der Nacht. – [Die att. Dichter brauchen die erste Sylbe zuweilen kurz, s. Jac. A. P. p. 261.]
-
8 υπνος
ὅ ( в поэзии иногда ῠ)1) сонὕπνον λαβεῖν Plat., ὕπνου τυχεῖν Arph., (ἐν) ὕπνῳ πίπτειν Pind., Aesch., εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph., ὕπνῳ νικᾶσθαι или κρατεῖσθαι Aesch. — впасть в сон, заснуть;
μικρὸν ὕπνου λαχεῖν Xen. — немножко вздремнуть;ἐν ὕπνῳ, ἐν τοῖς ὕπνοις, καθ΄ (κατὰ τὸν) ὕπνον Plat. — во время сна, во сне;περὴ πρῶτον ὕπνον Thuc. — лишь только заснули, в начале ночи;εἴρια ὕπνῳ μαλακώτερα Theocr. — шерсть мягче сна;χάλκεον ὕπνον κοιμηθῆναι Hom. — заснуть медным, т.е. непробудным сном2) сонливость, сонное состояние(ὕ. καὴ λήθη Dem.)
-
9 Υπνος
ὁ Гипн(ос) ( божество сна) Hom., Hes. -
10 ὕπνος
1 sleepτὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.25
met., ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23 -
11 ὕπνος
ὕπνος, ὁ (vgl. sopor, somnus), (1) der Schlaf; auch vom Beischlaf; vom Todesschlaf; περὶ πρῶτον ὕπνον, um die Zeit des ersten Schlafes. Auch Schläfrigkeit, Trägheit; (2) der Gott des Schlafes, der Zwillingsbruder des Todes, der Sohn der Nacht -
12 ὕπνος
ὕπνος, ου, ὁ (Hom.+) sleep lit. Mt 1:24; GJs 14:2 (a divine command in sleep, as e.g. ChronLind D, 68f; Diod S 1, 53, 9 Hephaestus κατʼ ὕπνον; 5, 51, 4); Lk 9:32; J 11:13; καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ Ac 20:9a (Longus 1, 22, 3; =sopor altus Vergil, Aeneid 8, 27); cp. 9b; sim. AcPl Ha 3, 26. Also in imagery (oft. Philo) ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι wake from sleep, i.e. bid farewell to the works of darkness Ro 13:11 (for ἐξ ὕπνου cp. Appian, Liby. 21 §88).—DELG. M-M. TW. -
13 ύπνος
ο1) сон;βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;
στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;
απ' τον ύπνο — со сна;
παίρνω τον ύπνο — засыпать;
πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;
με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;
δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;
σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;
πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;
2) сновидение, сон;§ κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;
κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;
είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;
οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;
αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;
τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;
ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;
η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет
-
14 ὕπνος
ὁ ὕπνος сон (ср. гипноз ← нeм. Hypnose ← ὑπνόω) -
15 ὕπνος
{сущ., 6}сон, сонливость, сонное состояние.Ссылки: Мф. 1:24; Лк. 9:32; Ин. 11:13; Деян. 20:9; Рим. 13:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὕπνος
-
16 ύπνος
{сущ., 6}сон, сонливость, сонное состояние.Ссылки: Мф. 1:24; Лк. 9:32; Ин. 11:13; Деян. 20:9; Рим. 13:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ύπνος
-
17 ὕπνος
сон, сонливость, сонное состояние.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὕπνος
-
18 ύπνος
[ипнос] ουσ. а. сон.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ύπνος
-
19 ὕπνος
-ου + ὁ N 2 13-6-6-19-19=63 Gn 20,3.6; 28,16; 31,10.11sleep, slumber Gn 28,16ὕπνον αἰώνιον an everlasting sleep (for the sleep of death) Jer 28(51),39; ἐν ὕπνῳ in sleep, in a dreamGn 20,3; καθ᾽ ὕπνον id. Gn 20,6Cf. DORIVAL 1994 70. 302. 445 (Nm 12,6; 24, 4.16); →NIDNTT; TWNT -
20 ύπνος
[ипнос] ουσ α сон.
См. также в других словарях:
Ὕπνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνος — sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ύπνος — ο 1. η κατάσταση του κοιμισμένου, η φυσιολογική νάρκη του εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρείται μείωση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας: Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. 2. μτφ., κάθε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής αδράνειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕπνος γλυκίων μέλιτος. — ὕπνος γλυκίων μέλιτος. См. Сладкий сон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГИПНОС — • Ύπνος, Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… … Реальный словарь классических древностей
Ὕπνω — Ὕπνος masc nom/voc/acc dual Ὕπνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνε — Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνε — ὕπνος sleep masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)