-
1 μηδεν
-
2 μηδέν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μηδέν
-
3 μηδέν
μηδ-είς, μηδε-μία, μηδ-έν, keiner, auch nicht einer; ἀποῤῥεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται, das Nichts; τὸ μηδέν, auch von einem Verschnittenen; κἂν τὸ μηδὲν ὤν, der so gut wie nichts, schwach ist, τὸ μηδὲν ὄντας ἐν τροπῇ δορός, die nichts waren. Μηδέν steht oft adverbial, in nichts, auf keine Weise; μηδὲν ἄρα ϑαυμάζωμεν, wir wollen uns also gar nicht wundern -
4 μηδέν
(-ενός) τό1) ничто;εκ τού μηδένός — из ничего (сделать,'приготовить и т. п.);
2) нуль;άνω (κάτω) τού μηδένός — выше (ниже) нуля;
3) единица, низший балл; нуль (в греческой школе);πήρα μηδέν στα μαθηματικά — получил единицу по математике;
- ψ- μηδέν πλάτος — линия экватора;
μηδέν μήκος — на линии меридиана;
μηδέν εις το πηλίκον — напрасный труд
-
5 Μηδὲν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Μηδὲν
-
6 μηδὲν
ничтоничего ни [в] чём ни в чем ни в чём Μηδὲν μηδένΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μηδὲν
-
7 μηδέν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μηδέν
-
8 μηδέν
μηδείςnot one: neut nom /voc /acc sg -
9 μηδέν'
μηδένα, μηδείςnot one: masc /fem acc sgμηδένα, μηδείςnot one: neut nom /voc /acc pl -
10 μηδέν
[мидэн] ουσ. о. нуль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηδέν
-
11 μηδέν
[мидэн] ουσ ο нуль. -
12 μηδέν
sıfır, hiç, hiçbir şey -
13 μηδέν
1) rien2) zéro -
14 μηδέν
zerowy przym. -
15 μηδέν
1) nic2) nula3) nulový4) nultý -
16 μηδέν
zeroΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μηδέν
-
17 Μηδέν άγαν
• Ничего лишнегоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μηδέν άγαν
-
18 μηδέν ιστικός
[мцденистикос]εκ. нигилистическийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηδέν ιστικός
-
19 μηδέν ιστικός
[мцденистикос] επ нигилистический. -
20 μηδείς, μηδεμία, μηδέν
+ A 8-5-8-12-34=67 Gn 19,8; 22,12; Ex 16,19.29; 22,9no (as adj.) Nm 17,5; μηδείς nobody Ex 16,19; nobody at all (in combination with another neg.) Sir 11,28; μηδέν nothing Gn 19,8; nothing at all (in combination with another neg.) Gn 22,12; not at all, in no way (as acc. of the inner object) 2 Mc 14,28
См. также в других словарях:
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηδὲν θαυμάζειν. — μηδὲν θαυμάζειν. См. Ничему не удивляйся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μηδέν — μηδείς not one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέν' — μηδένα , μηδείς not one masc/fem acc sg μηδένα , μηδείς not one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μηδὲν ἀμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν. — См. Один Бог без греха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ничьтоже — (>1000) мест. отриц. 1.Ничто, ни один (предмет): Ничьсоже бе стро˫а ни бес промысла б҃жи˫а не бываѥть на земли Изб 1076, 131; а мънѣ не въдасть ничьтоже ГрБ № 9, XI; не емли ничътоже ѹ него ГрБ № 109, XI/XII; изиде отаи из домѹ. не имыи ѹ себе … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek