Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰσχύνεσϑαι

См. также в других словарях:

  • αἰσχύνεσθαι — αἰσχύ̱νεσθαι , αἰσχύνω make ugly pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»