Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰατρικήν

См. также в других словарях:

  • ἰατρικήν — ἰᾱτρικήν , ἰατρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • врачевьныи — (18) пр. 1.Присущий, свойственный врачу: и Асклипи˫а врачевнаго ради хоудожьства по оумертвии ѥго б҃а нарекоша. (ἰατρικήν) ГА XIII XIV, 45г; оунъ же сыи навыче врачевнѣи хитростi. и врачю˫а ицѣлѩше немощны˫а. ПрЮр XIV, 259а; в пустыни же ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • врачевьскыи — (14) пр. То же, что врачевьныи. 1.В 1 знач.: ˫ако ˫авлѩюща врачевьскоую д҃хъмь хытрость. пьрвѣѥ подобаѥть съгрѣшьнааго завѣты посѣщати. (ἰατρικήν) КЕ XII, 69б; сыи же врачевьскы˫а хытрости искоусьнъ. многа ицелени˫а творѩше. ПрЛ XIII, 143б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • врачьство — ВРАЧЬСТВ|О (25), А с. 1.Лечение: по истинѣ вышегородъ наречес˫а... въторыи селоунь ˫авис˫а въ роусьскѣ земли. имыи въ себе врачьство безмьздьноѥ. СкБГ XII, 17б; [о покаянии] имь же прѣльщаше чл҃вкы. тѣмь же врачьство пока˫ани˫а оустрои. ПрЛ XIII …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • σωτηριώδης — ῶδες, ΜΑ [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που οδηγεί στη σωτηρία, σωτήριος (α. «σωτηριωδέστατον αὐτοῑς εἶναι φάρμακον» Γαλ. β. «τὴν Ἰατρικὴν ἐπιστήμην σωτηριώδη τοῑς ἀνθρώποις τυγχάνειν», Ιουλιαν.) 2. επωφελής, ωφέλιμος. επίρρ... σωτηριωδῶς Μ με τρόπο που… …   Dictionary of Greek

  • υπαποδύομαι — ΜΑ μτφ. εγκαταλείπω κάτι βαθμιαία («τὴν ἰατρικὴν ὑπαπεδύετο», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»] …   Dictionary of Greek

  • Σωρανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τη Μάλλο της Κιλικίας. Έζησε τον 4o ή 3o π.Χ. αιώνα. 2. Γιατρός από την Έφεσο. Έζησε στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και άσκησε το επάγγελμα στη Ρώμη. Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»