Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὅμοια

См. также в других словарях:

  • ὁμοία — ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc/acc dual ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίᾳ — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμοια — επίρρ. βλ. όμοιος …   Dictionary of Greek

  • ὁμοῖα — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοια — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίας — ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem acc pl (attic epic ionic) ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem acc pl ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίαι — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίαν — ὁμοίᾱν , ὅμοιος like fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱν , ὁμοῖος like fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοι' — ὅμοια , ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὅμοιε , ὅμοιος like masc voc sg (attic ionic) ὅμοιαι , ὅμοιος like fem nom/voc pl (attic ionic) ὅμοια , ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl ὅμοιε , ὁμοῖος like masc voc sg ὅμοιαι , ὁμοῖος like fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»