-
1 κῦμα
κῦμα, τό, von κύω, das Angeschwellte; – 1) die Welle, Woge; oft bei Hom. von dem bewegten Meere u. von der Brandung; κύματ' ἐπ' ἠϊονος κλύζεσκον Il. 23, 61; ἐπῶρσ' ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά Od. 5, 109, öfter, wie bei Pind. u. Tragg.; νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Aesch. Spt. 192; κύματ' ἐν εὐρέϊ πόντῳ βάντ' ἐπιόντα τε Soph. Trach. 113; ἐκ κυμάτων γὰρ αὖϑις αὖ γαλήν' ὁρῶ Eur. Or. 279; in Prosa; ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. 7, 193; κῠμα διαφεύγειν, sprichwörtlich, Plat. Rep. V, 457 b. – Auch ἀριϑμεῖν τὰ κύματα, Luc. Hermot. 84. – Von Luftwellen, Plut. Pompei. 25. – Oft übtr., βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαίου στρατοῦ Aesch. Spt. 64, die Heereswogen, wie 108. 1069; bes. von heranwogendem Unglück, στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης Prom. 888, vgl. Eum. 796 Suppl. 120; ἴδεσϑέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται Soph. Ai. 344; κακῶν, συμφορᾶς κῦμα, Eur. Ion 927 Hipp. 824. Aehnl. auch Plat., ἐὰν ἐπέλϑῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων Legg. V, 740 e. – 2) wie κύημα, die Frucht im Mutterleibe, die Geburt; τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου Aesch. Eum. 629, wie αὖϑις τῶνδε κῦμα λαμβάνει Ch. 126, den Keim empfangen; sp. D., δισσὸν κῠμα τέκνων Leon. Tar. 3 (VI, 200); ϑεοῦ βαρὺ κῠμα φέρουσαν Ap. Rh. 4, 1492. Auch bei Theophr. – Nach Galen. der Keim, junger Schoß des Kohls, der wie Spargel gegessen wurde. – In der Architektonik eine Verzierung, Hohlleiste, Aesch. fr. 70. S. κυμάτιον.
-
2 κῦμα
κῡμα (κῦμα, -ατος, -α; -ατα, -άτων, -ασιν, -άτεσσιν.)1 wave, surgeνῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς P. 4.195
“χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.55
νᾶα κύματος fr. 1a. 4. ἦν γὰρ (sc. Δᾶλος) τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met.,ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.31
-
3 κῦμα
κῦμα, τό, von κύω, das Angeschwellte; (1) die Welle, Woge; von dem bewegten Meere u. von der Brandung. Von Luftwellen. Oft übtr., βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαίου στρατοῦ, die Heereswogen; bes. von heranwogendem Unglück. (2) wie κύημα, die Frucht im Mutterleibe, die Geburt; αὖϑις τῶνδε κῦμα λαμβάνει, den Keim empfangen; der Keim, junger Schoß des Kohls, der wie Spargel gegessen wurde. In der Architektonik eine Verzierung, Hohlleiste -
4 κῦμα
κῦμα, ατος, τό (Hom. et al.; PChicaginiensis col. 6, 15 p. 85 Coll. Alex. [II A.D.] κῦμα θαλάττης; PGM 5, 276 τὰ τ. θαλάσσης κύματα; LXX; PsSol 2:27; TestSol 16:2, 4; TestJob 33:6; ApcSed 8:9; EpArist, Philo; Jos., C. Ap. 2, 33) wave pl. Mt 8:24; 14:24; Mk 4:37; Ac 27:41; 1 Cl 20:7 (Job 38:11). As a figure of the inconstancy and stormy confusion (Appian, Bell. Civ. 3, 20 §76 ὁ δῆμός ἐστιν ἀστάθμητος ὥσπερ ἐν θαλάσσῃ κῦμα κινούμενον) of dissident teachers κύματα ἄγρια θαλάσσης wild waves of the sea Jd 13 (ἄγρια κύματα as Wsd 14:1); GJs 3:3 (codd.).—B. 40. M-M. -
5 Κυμα
-
6 Κύμα
Κύμᾱ, Κύμηfem nom /voc /acc dualΚύμᾱ, Κύμηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 κύμα
-
8 κῦμα
-
9 κῦμα
A anything swollen (as if pregnant): hence,I wave, billow, of rivers as well as the sea, in sg. and pl.;κ. θαλάσσης Il.2.209
, al.;κ. ῥόοιο 21.263
; κ. διϊπετέος ποταμοῖο ib. 268, 326; ; (lyr.): less freq. in Prose,κύματος ἐπαναχώρησις Th.3.89
: collectively, ὡς τὸ κ. ἔστρωτο when the swell abated, Hdt.7.193, cf. Arist.Mete. 344b35, al.b of the waves of adversity, etc., κ. ἄτης, κακῶν, Id.Pr. 886 (anap.), Th. 758 (lyr.), E. Ion 927; ; κελαινοῦ κ. μένος, of passion, A.Eu. 832;κ. κατακλυσμὸν φέρον νόσων Pl.Lg. 740e
.c phrases: ;πρὸς κῦμα λακτίζειν E.IT 1396
;ἐκ κυμάτων.. γαλήν' ὁρῶ Id.Or. 279
;ἐπ' ῃόνι κύματα μετρεῖν Theoc. 16.60
;ἀριθμεῖν τὰ κύματα Luc.Herm.84
.3 Archit., waved moulding, cyma,Λέσβιον κ. A.Fr.78
. -
10 κῦμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κῦμα
-
11 κῦμα
κῦμα, - ατοςGrammatical information: n.Meaning: 1. `wave, breakers', also metaph. (Il.); 2. = κύημα `foetus, embryo' (A., E., AP), `young sprout' (Thphr., Gal.; Strömberg Theophrastea 79).Compounds: Compp., e.g. κυματωγή \< *κυματο-Ϝαγή `breaking of the waves, beach' (Hdt.); ἀ-κύμων `without waves' (Pi., Trag.), also `without foetus' (E.; oppos. ἐγ-κύμων att.); also ἄ-κυμος (E., Arist.), ἀκύματος ( Trag. Adesp.) `without waves'.Derivatives: Diminut. κυμάτιον `the volute on the Ionic capital' (inscr.); κυματ-ίης, - ίας m. `causing waves, stormy' (Ion. poet.), - ώδης (Arist.), - όεις (Arist., Opp.), - ηρός (Gloss.) `full of waves'. Denomin. 1. κυμαίνω, also with ἐκ- etc., `rise in waves, swell' (Il.) with κύμανσις (Arist.); also `become pregnant' ( γαστέρα; late Epic); 2. κυματόομαι, - όω `rise in waves, cover with waves' (Th., Luc., Plu.) with - ωσις (Str.); 3. κυματίζομαι `roll with the waves' (Arist.).Origin: IE [Indo-European] [593] *ḱuh₂- `swell'Etymology: Here also Κυμώ f. name of a Nereide (Hes.); also Κύμη? (Kretschmer Glotta 24, 277ff.). As `foetus' κῦμα is the verbal noun of κυέω. The usual and old meaning `wave' must derive from a graphical interpretation. [Lat. cŭm-ulus `heap' cannot be cognate, as it would have long ῡ]. - A stem-variation (m: p) with OCS kupъ ' σωρός' (Specht KZ 68, 123) is impossible. However, one might doubt the explanation from `swelling'.Page in Frisk: 2,47-48Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῦμα
-
12 κυμα
I- ατος τό1) тж. собир. волна, вал(θαλάσσης, ποταμοῖο Hom.; πλοῖον βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων NT.; σάλος καὴ κ. ἐν τῷ ἀέρι Plut.)
πρὸς κ. λακτίζειν Eur. — плыть против волны2) перен. волна, наплыв, множество(στρατοῦ, κακῶν Aesch.)
3) архит. волнистый гребень карниза Aesch.II -
13 Κύμα
1 Cumae in Italy. ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (sc. Τυφῶνος) P. 1.18 ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (a reference to the battle, in which Hiero defeated the Carthaginian and Etruscan fleet at sea 474/3 B. C.) P. 1.72 -
14 κύμα
τό1) прям., перен. волна;κύμα της θάλασσας — морская волна;
ηχητικά (ηλεκτρομαγνητικά) κύματα звуковые (электромагнитные) волны;εκρηκτικό κύμα — взрывная волна;
βραχέα (μακρά, μεσαία) κύματα короткие (длинные, средние) волны;κύμα τρομοκρατίας (διαμαρτυρίας) — волна террора (протеста);
2) вал (морской) -
15 κῦμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κῦμα
-
16 κύμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κύμα
-
17 κῦμα
волна.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κῦμα
-
18 κύμα
[кима] ουσ. о. волна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύμα
-
19 κῦμα
-ατος + τό N 3 1-0-8-8-10=27 Ex 15,8; Is 48,18; 51,15; Jer 5,22; 28(51),42wave, billowCf. LEE, J. 1983, 33 -
20 κύμα
[кима] ουσ ο волна.
См. также в других словарях:
Κύμα — Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc/acc dual Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῦμα — anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
κύμα — το, ατος 1. φούσκωμα της επιφάνειας της θάλασσας που προκαλείται από τον άνεμο, εξόγκωμα. 2. ό,τι μοιάζει με κύμα: Οι εχθροί ορμούσαν κατά κύματα. 3. στη φυσική, παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο: Αυτά λέγονται ηχητικά κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκάρσιο κύμα — Κύμα του οποίου η διεύθυνση διάδοσης είναι κάθετη προς τις κινήσεις των υλικών σωματίων που μεταφέρουν το κύμα. Για παράδειγμα, αν ένα κατακόρυφο τεντωμένο νήμα μπει σε ταλάντωση στο ένα άκρο, η διαταραχή κινείται κατά μήκος του νήματος, τα… … Dictionary of Greek
νέο κύμα — I Μουσικό ρεύμα που κυριάρχησε στην σκεπτόμενη ελληνική νεολαία στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηριζόταν από εκφραστική λιτότητα, ευαισθησία και προβληματισμό. Υπήρξε ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο, με αρκετά δάνεια στοιχεία από… … Dictionary of Greek
κῦμ' — κῦμα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύμας — Κύμᾱς , Κύμη fem acc pl Κύμᾱς , Κύμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek