Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑυέλλας

См. также в других словарях:

  • θυέλλας — θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem acc pl θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντάντ — Θεός της θύελλας στη μυθολογία των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Ονομαζόταν και Ραμάν. Στις επιγραφές παρουσιάζεται επίσης ως θεός της βροχής που γονιμοποιεί τη Γη, αλλά λατρεύτηκε πιο πολύ ως θεός της θύελλας που φέρνει καταστροφές. Ο τύπος Αδάδ… …   Dictionary of Greek

  • Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… …   Wikipédia en Français

  • Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …   Википедия

  • αελλοφόρος — ο αυτός που προξενεί την άελλα, ο αίτιος θύελλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άελλα + φόρος < φέρω. Η λ. πλάστηκε από τον λόγιο Περικλή Τριανταφυλλίδη] …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοριπή — η 1. βίαιη πνοή ανέμου, θύελλα, ανεμοστρόβιλος 2. το πονηρό, καταστρεπτικό πνεύμα της θύελλας 3. η καταστροφή («τα πήρε η ανεμοριπή») …   Dictionary of Greek

  • διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… …   Dictionary of Greek

  • κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»