Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λώψ

См. также в других словарях:

  • λωψ — λώψ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χλαμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «επενδύτης, περίβλημα»] …   Dictionary of Greek

  • αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

  • aig-2 —     aig 2     English meaning: oak     Deutsche Übersetzung: “Eiche”     Material: Gk. αἰγίλωψ “ an oaken kind “ (see under), presumably also κράτ αιγος, κρατ αιγών “ an uncertain type of tree “ (possibly “hard oak”). The outcome from αἰγίλωψ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • μυρτίλωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»] …   Dictionary of Greek

  • lep-2 —     lep 2     English meaning: to peel, flay     Deutsche Übersetzung: “abschälen, abhäuten, abspalten”     Material: Gk. λέπω ‘schale ab”, λέπος n., λοπός m. “bowl, bark, skin” (ὀλόπτω ‘schäle ab”), λεπίς, λοπίς f. “ scale, husk, bowl, bark”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»