Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μύρρα

См. также в других словарях:

  • μύρρα — μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρα — Μύρρᾱ , Μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual Μύρρα murru. fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρᾳ — Μύρραι , Μύρρα murru. fem nom/voc pl Μύρρᾱͅ , Μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρᾳ — μύρραι , μύρρα murru. fem nom/voc pl μύρρᾱͅ , μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • Μύρρας — Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem acc pl Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρας — μύρρᾱς , μύρρα murru. fem acc pl μύρρᾱς , μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρραν — μύρρᾱν , μύρρα murru. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρραν — Μύρρα murru. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρης — Μύρρα murru. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρης — μύρρα murru. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»