-
1 ἑορτή
Grammatical information: f.Meaning: `feast, religious faest' (Od.).Dialectal forms: Ion. ὁρτή (with hyphaeresis)Compounds: As 2. member in φιλ-έορτος (Ar. in lyr.) a. o.Derivatives: Adj. ἑορταῖος `belonging to the feast' (D. H.), ἑορτώδης `festal' (J., Ph.) and denomin. ἑορτάζω, ὁρτάζω `celebrate a feast' (Ion.-Att.) with ἑόρτασις (Pl.), - ιμος (J. ; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 87), ἑόρτασμα (LXX), ἑορταστής (Poll., Max. Tyr.), ἑορταστικός `fitting to a feast' (Pl. Lg. 829b u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Verbal noun in - τή (Schwyzer 501, Chantraine Formation 301f.), but without further cognate. Acc. to Sonne KZ 13, 442 n. from *Ϝε-Ϝορ-τή to ἔροτις, ἔρανος (s. v.); s. also Brugmann IF 13, 155ff. ἦρα etc. (s. v.). See Solmsen Unt. 257, on the spir. asper Sommer Lautstud. 124ff.Page in Frisk: 1,531Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑορτή
-
2 ἀμφι-βαίνω
ἀμφι-βαίνω ( βαίνω), umschreiten, eigentlich über etwas treten, stehen, sitzen, so daß man es zwischen seinen Beinen hat, Hom. Od. 5, 371 Ὀδυσσεὺς ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε κέληϑ' ὡς ἵππον ἐλαύνων, er saß rittlings auf einem Balken; in den meisten Fällen ist es = περιβαίνειν, vgl. ὰμφί; so Od. 12, 74 νεφέλη δέ μιν (σκόπελον) ἀμφιβέβηκεν, umgiebt ihn; Iliad. 16, 66 Τρώων νέφος ἀμφιβέβηκεν νηυσίν, Od. 8, 541 μὶν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν, Iliad. 6, 355 σὲ πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν; – Od. 4, 400 ἶμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ (v. l. Scholl.), conj. conditional., ἄν fehlt Homerisch, dann wann die Sonne mitten am Himmel steht, ἀμφιβεβήκῃ Präsens, μέσον Prädicatsnomen, eigentl. »wann die Sonne den Himmel in der Mitte umschreitet«, d. h. wenn sie auf ihrer Umschreitung des Himmels ( περίβασις) in die Mitte gekommen ist; Iliad. 16, 777 ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, τόφρα μάλ' ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο, so lange –, Dauer, ἀμφ. Impft; Iliad. 8, 68 ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, v. l. Scholl. Didym. ἀμφιβεβήκειν, ohne Zweifel Aristarchisch; – Iliad. 17, 4 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν' ὥς τις περὶ πόρτακι μήτηρ – · ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε ξανϑὸς Μενέλαος, trat zu seinem Schutze hin, impft. βαῖνε Homerisch für den aor.; 17, 359 ἀλλὰ μάλ' ἀμφ' αὐτῷ βεβάμεν, Präsens, zu seinem Schutze dazustehn; 14, 477 ἀμφὶ κασιγνήτῳ βεβαώς; 5, 299 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖνε λέων ἃς ἀλκὶ πεποιϑώς, aor., trat hin; 1, 37. 451 κλῠϑί μευ, ἀργυρότοξ', ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλαν τε ζαϑέην, der du unter deinen Schutz genommen hast, perf.; Od. 9, 198 Ἀπόλλωνος ὃςἼσμαρον ἀμφιβεβήκει; das Bild ist von der Art entlehnt, auf welche vierfüßige Thiere ihre Jungen vertheidigen; ἀμφιβαίνειν ist dabei = περιβαίνειν; s. Aristonic. Scholl. Iliad. 1, 37. 5, 299. 14, 477. 17, 4. 5, 21. 8, 331. 13, 420. 17, 80, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19. – Aesch. δαίμονες ἀμφιβάντες πὁλιν Spt. 138, was Opp. nachahmt, C. 3, 218; ἑὸν πάϊν ἀμφιβεβῶσα, vom Hahne, ϑηλείας, Batr. 5, 8; – Eur. ἀμφιβᾶσα φλὸξ οἴνου Alc. 761; ὦ μοῖρα, οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ' ἔχεις Andr. 1083; ϑάρσος μοι ἀμφιβαίνει Suppl. 629, Muth wandelt mich an; – Xen. Cyn. 10, 13 herumgehen.
-
3 огневой
επ.1. πύρινος• με φωτιά.2. πυρό-χρωμος.3. μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα).4. μτφ. ευέξαπτος, θερμόα.ιμος.5. (στρατ.) του πυρός, των πυρών•-ое превосходство υπεροχή πυρός•
-ая завеса φραγμός τίυρών.
εκφρ.огневой бой – παλ. πυροβόλο όπλο κανόνι•- ая позиция – θέση πυροβόλου φωλιά πολυβόλου•- ые средства – μέσα πυρός•- ая точка – πυροβολείο, πολυβολείο, όλμο βολέ ίο•- йя речь – πύρινος λόγος. -
4 βυρσοδέψιμος
A v. βυρσιμώλους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψιμος
-
5 γελάσιμος
γελᾰσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελάσιμος
-
6 γνώριμος
A well-known,γνώριμα λέγεις Pl.R. 558c
;φίλα τε καὶ συνήθη καὶ γ. Id.Lg. 798e
;λόγος γ. τινι D.3.23
; ὀνόματα γ. familiar, Arist.Po. 1451b20, Top. 149a18 ([comp] Sup.); opp. ἄγνωστον, ibid.; γ. ἡμῖν, opp. ἁπλῶς, Id.EN 1095b3: more freq. in [comp] Comp. -ώτερον, ἁπλῶς, opp. γ. ἡμῖν, Id.AP0.72a3, al.;- ώτερα τεκμήρια Iamb.Myst.5.13
.2 of persons,γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι X.Cyr.5.5.28
.3 Subst., acquaintance,ἑταῖρος ἢ καὶ γ. ἄλλος Od.16.9
; less than φίλος, D.18.284;τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς γ. Pl.R. 343e
, cf. X.Mem.2.3.1, D.21.73, etc.II notable, distinguished, οἱ γνώριμοι the notables or wealthy class, X.HG2.2.6; opp. δῆμος, Arist.Pol. 1291b18, Plu. Nic.2, etc.: [comp] Sup.οἱ ἐν ταῖς πόλεσι -ώτατοι D.19.259
; less freq. of things, remarkable, Luc.Herm.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνώριμος
-
7 διαπόμπιμος
διαπόμπ-ιμος, ον,A exported, D.S.2.49, Opp. C.3.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπόμπιμος
-
8 δικάσιμος
δῐκᾰσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικάσιμος
-
9 δρόσιμος
δρόσ-ιμος, ον, = sq., Plu.2.918a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρόσιμος
-
10 εἰσαγώγιμος
εἰσᾰγώγ-ιμος, ον,A that can or may be imported, opp. ἐξαγώγιμος, Arist.Oec. 1345a21 ;τὰ εἰ.
imports,Id.
Pol. 1280a39 ;τέχνη εἰ.
requiring to be imported, foreign,Pl.
Lg. 847d ;εἰ. λαβεῖν E.Fr. 984
; εἰ. πόλεις, of colonies, opp. the αὐτόχθονες of Athens, ib.360.10.II as law-term, of a plea, maintainable, ,35.45, cf. Lys.23.5, Din.1.46, PHal.1.37 ; εἰ. χρήματα, with play on sense 1, D.32.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαγώγιμος
-
11 εὐλόγιμος
A benedictus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλόγιμος
-
12 ζύγιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζύγιμος
-
13 καίριμος
A = καίριος, dub. in Macho ap.Ath.13.581b, cf. Al.Le.16.21;- ώτερος οἶνος PElor.143.2
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίριμος
-
14 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
15 καταγελάσιμος
καταγελάσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγελάσιμος
-
16 κατοκωχή
κατοκωχ-ή, ἡ,A = κατοχή, possession,τῆς χώρας Anon.
ap. Suid.; mental grasp,τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58
.II being possessed, inspiration, ;ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr. 245a
, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκωχή
-
17 κατοκώχιμος
2 capable of being possessed by a feeling or passion,ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol. 1342a8
;ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN 1179b9
; τῷ πάθει possessed, Id.HA 572a32; inclined, : abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκώχιμος
-
18 κατόμβριμος
κατόμβρ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόμβριμος
-
19 κατόχιμος
κατόχ-ῐμος, later form for κατοκώχιμος (q. v.),A held in possession, ; sequestered,κλῆρος PFrankf. 7
B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b). 253 (ii B.C.).2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Gloss.; of things, 'eerie', uncanny,κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόχιμος
-
20 κλόπιμος
A thievish,χεῖρες Id.154
, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud,παραθήκη Ps.-Phoc.135
. Adv. - μως Man.5.298.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλόπιμος
См. также в других словарях:
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] … Dictionary of Greek
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek