Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιμος

См. также в других словарях:

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] …   Dictionary of Greek

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… …   Dictionary of Greek

  • κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»