Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγχίλωψ

См. также в других словарях:

  • αγχίλωψ — ἀγχίλωψ, ( ωπος), ο (Α) αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνό το «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση τού συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. τής λ. είναι μάλλον το ἄγχω] …   Dictionary of Greek

  • δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»