Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλόπτω

См. также в других словарях:

  • ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀλόψαι — ὀλόπτω pluck out aor inf act ὀλόψαῑ , ὀλόπτω pluck out aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόπτειν — ὀλόπτω pluck out pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤλοψας — ὀλόπτω pluck out aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤλοψε — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤλοψεν — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολούφω — ὀλούφω (Α) ὀλόπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ …   Dictionary of Greek

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • παρώλοφα — παρά ὀλόπτω pluck out perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»