-
1 ὀλόπτω
ὀλόπτω, zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen; στήϑεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίηφι, Callim. Dian. 76, wie ὠλόψατο χαίτην, Antip. Sid. 99 (VII, 241). Auch = abschälen, abhäuten, καὶ χλοεροῦ νάρϑηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, Nic. Th. 595 (also wohl mit λόπος verwandt).
-
2 ὀλόπτω
A pluck out, tear out,[χαίτην] ὤλοψας βίῃφι Call.Dian.77
;ἑὰν ὠλόψατο χαίταν AP7.241
(Antip. Sid.) ; ὤλοψεν.. βότρυν ἐθείρης <*>j. in Nonn.D.40.104. -
3 ὀλόπτω
ὀλόπτω, zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen. Auch = abschälen, abhäuten -
4 ολόψαι
-
5 ὀλόψαι
-
6 ὀλούφω
Grammatical information: v.Meaning: = ὀλόπτω (Phot.), ὀλουφεῖν ( ὀλούφειν Schmidt) τίλλειν, διολουφεῖν (- φειν Schm.) διατίλλειν η διασιλλαίνειν H.Etymology: After Grošelj Živa Ant. 4, 173 to the IE idg. word for `bark etc.' in Lat. liber (\< *lŭber) m. `bark, book', Russ. lub `bark' (WP. 2,418, Pok. 690); quite possible. ὀλοφλυκτίς (- φυκτίς H. w. dissim.), - ίδος f. `bladder, pustule (with blood and water)' (Hp., Myrtil. Com.). -- Technical determinative comp. from ὀλός and φλυκτίς (s. vv.). Besides ὀλο-φυγδών, - όνος f. `id.' (Theoc. 9, 30 with v. l. ὀλοφυγγών as also in H.) after the semantically close πρηδών, πυθεδών etc. ( ὀλοφυγ-γών, if correct, after σταγών v. t.?). - Cf. ὀλόπτω. The two verbs are evidently variants, and so prob. point to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,382Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀλούφω
-
7 ὀλοφύρομαι
ὀλοφύρομαι (scheint mit ὄλλυμι zusammenzuhangen, alte Gramm. leiten es ab von λοπός, ὀλόπτω, = τίλλω, aus Trauer das Haar ausraufen), wehklagen; jammern; Hom. oft, bes. im partic., πόλλ' ὀλοφυρόμενοι Il. 24, 328, εὗρον ἑταίρους οἴκτρ' ὀλοφυρομένους Od. 10, 409. Bes. auch über Anderer Unglück klagen, Mitleid haben, ὀλοφύρεται ἦτορ Il. 16, 450, ϑυμῷ ὀλοφύρεσϑαι Od. 11, 418; τινός, sich Jemandes erbarmen, Δαναῶν, Ἀργείων, Il. 8, 33. 202. 464. 16, 17, Ἕκτορος, 22, 169; – klagend anflehen, Il. 23, 75; – c. inf., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι, wie wehklagst du, daß du tapfer sein sollst, Od. 22, 232; – τινά, beklagen, bejammern, Od. 19, 522; Tragg.; ἃ Ἴτυν ὀλοφύρεται, Soph. El. 145; Eur. Rhes. 896; τοὺς τοκέας, Thuc. 2, 44; Plat. Menex. 248 b; Sp., καὶ ϑρηνεῖν, Hdn. 4, 13, 14; – bemitleiden, τίπτε ἄρ' Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν, Il. 11, 656, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δακρυχέοντα, 8, 245, vgl. 17, 648 Od. 4, 364. 10, 157; τοῖς κακοῖς ὀλοφυρϑείς, Thuc. 6, 78; einzeln bei Sp.
-
8 ὀλούφω
-
9 ολόπτειν
-
10 ὀλόπτειν
-
11 ολόψας
-
12 ὀλόψας
-
13 ολόψατο
-
14 ὀλόψατο
-
15 παρώλοφα
παρά-ὀλόπτωpluck out: perf ind act 1st sg -
16 ωλόψατο
-
17 ὠλόψατο
-
18 ώλοψας
-
19 ὤλοψας
-
20 ώλοψε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… … Dictionary of Greek
ὀλόψαι — ὀλόπτω pluck out aor inf act ὀλόψαῑ , ὀλόπτω pluck out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλόπτειν — ὀλόπτω pluck out pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψας — ὀλόπτω pluck out aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψε — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψεν — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολούφω — ὀλούφω (Α) ὀλόπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
παρώλοφα — παρά ὀλόπτω pluck out perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)