Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λέπιον

См. также в других словарях:

  • λέπιον — λέπιον, τὸ (ΑM, Μ και λέπιο) βλ. λέπι …   Dictionary of Greek

  • λέπιον — thin rind neut nom/voc/acc sg λεπέω imperf ind act 3rd pl (doric) λεπέω imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίον — λεπέω pres part act masc voc sg (doric) λεπέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίῳ — λέπιον thin rind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπια — λέπιον thin rind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λεπιωτή — η βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής οικογένειας αγαρικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepiota (< λέπιον < λέπος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»