Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπίς

См. также в других словарях:

  • λεπίς — λεπίς, ίδος, ἡ (ΑM) βλ. λεπίδα …   Dictionary of Greek

  • λεπίς — epithelial debris fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδα — λεπίς epithelial debris fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδας — λεπίς epithelial debris fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδες — λεπίς epithelial debris fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδι — λεπίς epithelial debris fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδος — λεπίς epithelial debris fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδων — λεπίς epithelial debris fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσι — λεπίς epithelial debris fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσιν — λεπίς epithelial debris fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»