Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λέπτυνσις

См. также в других словарях:

  • λέπτυνσις — attenuation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτύνσει — λέπτυνσις attenuation fem nom/voc/acc dual (attic epic) λεπτύνσεϊ , λέπτυνσις attenuation fem dat sg (epic) λέπτυνσις attenuation fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτύνσεις — λέπτυνσις attenuation fem nom/voc pl (attic epic) λέπτυνσις attenuation fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτύνσιος — λέπτυνσις attenuation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπτυνσιν — λέπτυνσις attenuation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπτυνση — η (AM λέπτυνσις, εως, ιων. γεν. ιος) [λεπτύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λεπτύνω, εκλέπτυνση («η λέπτυνση τού σύρματος») 2. αδυνάτισμα, εξασθένιση, απίσχνανση …   Dictionary of Greek

  • λεπτύνσεως — λεπτύνσεω̆ς , λέπτυνσις attenuation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»