-
1 λεπρός
λεπρός (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Ggstz von λεῖος; von Oertern, wie Bergen, Hippocr.; ἀκταί Lycophr. 642; πέτραι Opp. Hal. 3, 340; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet, Theophr. – Bei Ar. Ach. 724 ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν 8 = τύπτειν, Schol.) od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren, Schol.
-
2 λεπρος
-
3 λεπρός
λεπρόςscaly: masc nom sg -
4 λεπρός
λεπρός (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Ggstz von λεῖος; von Örtern, wie Bergen; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet; ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν = τύπτειν od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren -
5 λεπρός
λεπρός, ά, όν (s. λεπίς and λέπρα; Aristoph., Fgm. 723 K.; Theophr.; Herodas 6, 36 et al.; in description of a wanted felon PMich IV/1, 223; 1189; 224, 2024; 225, 1751 [all III A.D. and in ref. to the same pers.]; LXX; Mel., P. 72, 526; Theoph. Ant. 3, 21 [p. 244, 24]; ‘scaly’) pert. to having a serious skin disorder, with a bad skin disease (so Theophr., CP 2, 6, 4 of pers. becoming ‘scaly’, w. similar condition in plants; LXX) λεπροὶ ἄνδρες Lk 17:12.—Subst. ὁ λ. a person with a bad skin disease (Philo, Leg. All. 3, 7; Jos., Ant. 3, 264, C. Ap. 1, 278) Mt 8:2; 10:8; 11:5; Mk 1:40 (CMasson, La péricope du lépreux [Mk 1:40–45]: RTP n.s. 23, ’39, 287–95); Lk 4:27; 7:22 (on Mt 11:5 and Lk 7:22 s. κωφός 2); PEg2 32=ASyn. 42, 30. As surname of Simon of Bethany (cp. Sb 7638, 4f [257 B.C.] τὴν Νικάνορος τοῦ ποδαγρικοῦ οἰκίαν) Mt 26:6 (λεπρωσοῦ; D after Lat.: leprosi) Mk 14:3.—DELG s.v. λέπω. TW. -
6 λεπρός
{прил., 9}Ссылки: Мф. 8:2; 10:8; 11:5; 26:6; Мк. 1:40; 14:3; Лк. 4:27; 7:22; 17:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λεπρός
-
7 λεπρός
{прил., 9}Ссылки: Мф. 8:2; 10:8; 11:5; 26:6; Мк. 1:40; 14:3; Лк. 4:27; 7:22; 17:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λεπρός
-
8 λεπρός
-
9 λεπρός
η, ό [ά, όν ] прокажённый, больной проказой -
10 λεπρός
прокаженный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λεπρός
-
11 λεπρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λεπρὸς
-
12 λεπρός
[лэпрос] επ. прокаженный, больной проказой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεπρός
-
13 λεπρός
[лэпрос] επ прокаженный, больной проказой. -
14 λεπρός
A scaly, scabby, rough, of places, cj. Coraës in Hp.Aër.13, 24, etc.; soβουνὸς λ. Schwyzer 289.169
(Priene, ii B.C.);ἀκταὶ λ. Lyc.642
; Λ. ἀκτή as pr.n., Hippon.47.II leprous, Thphr.CP2.6.4, LXX Le.13.44: as Subst., leper, Ev.Marc.1.40, etc.; λ. ὄνυχες, prob. psoriasis unguium, Hp.Liqu.4, Dsc.2.114; τὸ λ., = λέπρα, ἡ, LXX 4 Ki.5.11; ἱμάντας ἐκ λεπρῶν (sc. δερμάτων, for the toughest leather, acc. to Sch., was supposed to be made of mangy skins) Ar.Ach. 724 (but Sch. prefers ἐκ Λεπρῶν, pr. n. of a Tannery outside the walls);λ. βαυβών Herod. 6.36
. -
15 λεπρός
cüzamlı -
16 ὁλό-λεπρος
ὁλό-λεπρος, ganz aussätzig, Sp.
-
17 ὑπό-λεπρος
ὑπό-λεπρος, etwas rauh, schabig, krätzig, Theophr.
-
18 λεπρόν
λεπρόςscaly: masc acc sgλεπρόςscaly: neut nom /voc /acc sg -
19 λεπρούς
λεπρόςscaly: masc acc pl -
20 λεπρέ
λεπρόςscaly: masc voc sg
См. также в других словарях:
λεπρός — scaly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
λεπρός — ή, ό αυτός που πάσχει από λέπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπρόν — λεπρός scaly masc acc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπραῖς — λεπρός scaly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρούς — λεπρός scaly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρέ — λεπρός scaly masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρή — λεπρός scaly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρά — λεπράς rough fem voc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc pl λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc/acc dual λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαζαρέτο — Παλαιότερη ονομασία για το λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για δημόσια νοσοκομειακή εγκατάσταση που συνήθως βρισκόταν σε απόμερο παραλιακό χώρο, κοντά σε λιμάνι. Η παραμονή στο λ. ήταν υποχρεωτική, για ένα διάστημα, στους επιβάτες και στα πληρώματα… … Dictionary of Greek
λεπρίτης — λεπρίτης, ὁ (Μ) [λεπρός] λεπρός … Dictionary of Greek