Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυζακινός

См. также в других словарях:

  • φυζακινός — flying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… …   Dictionary of Greek

  • φυζακινόν — φυζακινός flying masc acc sg φυζακινός flying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζαλέαι — φυζακινός flying fem nom/voc pl φυζαλέᾱͅ , φυζακινός flying fem dat sg (attic doric aeolic) φυζαλέᾱͅ , φυζαλέος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζαλέον — φυζακινός flying masc acc sg φυζακινός flying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακιναί — φυζακινός flying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινοῖς — φυζακινός flying masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινῆς — φυζακινός flying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινῇς — φυζακινός flying fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινή — φυζακινός flying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυζακινήν — φυζακινός flying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»