Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λέπισμα

См. также в других словарях:

  • λέπισμα — peel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπισμα — (I) λέπισμα, τὸ (Α) [λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι. (II) το ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων τής οικογένειας λεπισμίδες …   Dictionary of Greek

  • λεπισμάτων — λέπισμα peel neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσμασι — λέπισμα peel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσμασιν — λέπισμα peel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσματα — λέπισμα peel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσματι — λέπισμα peel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπίσματος — λέπισμα peel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lepisma — (del gr. «lépisma», escama; Lepisma saccharina) f. Insecto tisanuro nocturno, originario de América, pero extendido por todo el mundo, que roe el cuero, el papel y el azúcar. * * * lepisma. (Del gr. λέπισμα, escama). f. Insecto tisanuro de unos… …   Enciclopedia Universal

  • αιολόθριψ — (aelothrips). Γένος εντόμων της τάξης των θυσανούρων. Τα έντομα αυτά δεν έχουν φτερά και το σώμα τους καλύπτεται από τρίχες και καταλήγει σε σμήριγγες. Τα γνωστότερα είδη των εντόμων αυτών είναι τα γνωστά με το επιστημονικό όνομά τους λέπισμα το… …   Dictionary of Greek

  • απτερυγωτά — Έντομα που δεν δέχονται μεταμορφώσεις και χαρακτηρίζονται από έλλειψη φτερών σε όλη τους τη ζωή. Τα α. είναι μικρά και περιλαμβάνουν τρεις τάξεις: πρώτουρα, θυσάνουρα, κολλέμβολα. Τα είδη της τάξης των πρώτουρων ζουν κρυμμένα μέσα στο υγρό χώμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»