Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λέπυρον

См. также в других словарях:

  • λέπυρον — λέπῡρον , λέπυρον rind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπυρόν — λεπυρός in a husk masc acc sg λεπυρός in a husk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • λεπυρίζω — (Α) [λέπυρον] παθ. λεπυρίζομαι καλύπτομαι με λέπυρο, με φλοιό, κάνω φλούδα ή εμπεριέχομαι σε κέλυφος, σε περίβλημα …   Dictionary of Greek

  • λεπυρανθή — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών η οποία περιλαμβάνει τις οικογένειες αγρωστώδη και κυπερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπυρον + ανθές (< ἄνθος), πρβλ. φυλλ ανθές. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. glumiflorae < glumi… …   Dictionary of Greek

  • λεπυριώ — λεπυριῶ, όω (Α) [λέπυρον] αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος («λεπυριῶσαι ἐξαχυριῶσαι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… …   Dictionary of Greek

  • λεπύριον — λεπύριον, τὸ (Α) [λέπυρον] 1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα 2. κέλυφος («ᾠοῡ ὠμοῡ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπύχανον — λεπύχανον, τὸ (Α) 1. φλοιός, φλούδα, λέπυρο 2. καθεμιά από τις φλούδες τού κρεμμυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. λέπυρον + λάχανον] …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՂԵՒ — (ոյ, ոց.) NBH 1 1081 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. λέπυρον, λέπισμα, φλοιός cortex, potamen, testa, squama. (թերեւս իբրու կեղ.) պատեանք պտղոց, եւ ծառոց. արտաքին ծածկոյթ բնական, կամ թեփ. ... *Իբրեւ զկեղեւ նռան այտք քո. Երգ. ՟Դ. 3 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • λεπύροις — λεπύ̱ροις , λέπυρον rind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»