Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπιδίσκη

См. также в других словарях:

  • λεπιδίσκη — λεπιδίσκη, ἡ (Α) υποκορ. τού λεπίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»