Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ήδιον

См. также в других словарях:

  • ήδιον — ἥδιον (Α) (επίρρ. συγκριτ. τού ἡδέως) βλ. ἡδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική χρήση τού ουδ. ήδιον τού συγκριτ. ηδίων τού ηδύς] …   Dictionary of Greek

  • ἡδίον' — ἡδί̱ονα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc comp pl ἡδί̱ονα , ἡδύς pleasant masc/fem acc comp sg ἡδί̱ονι , ἡδύς pleasant dat comp sg ἡδί̱ονε , ἡδύς pleasant nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδιον — ἥδῑον , ἡδύς pleasant masc/fem voc comp sg ἥδῑον , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THEMISTOCLES — I. THEMISTOCLES Archon Athenis, Olympiad. 108. An. 2. II. THEMISTOCLES Neoclis filius, ex matre Halicarnaslia, Athenitnsis clarissimus, qui cum adolescentiam in omni luxûs lasciviaeque genere peregislet, tandem cum in virum evasislet, iuventutis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις — ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις (Α) επίρρ. επτακόσιες εικοσιεννέα φορές («ἐννεακ... ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει» θα βρει ότι αυτός ζει 729 φορές πιο ευχάριστα, δηλ. πάρα πολύ, απείρως πιο ευχάριστα, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • οδυνώμαι — (Α ὀδυνῶμαι, άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, άω) [οδύνη] νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.) αρχ. (το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τόν κάνω να πονέσει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»