-
1 φέγγη
φέγγοςlight: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φέγγοςlight: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 φέγγος
A light, splendour, lustre,τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer. 278
;τὸ φ. τῆς χρόας Duris 14
J.;τὸ φ. τῆς δόξης Κυρίου LXXEz.10.4
; φ. ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added,φ. ἡλίου A.Pers. 377
, S.Tr. 606, etc.;τὸ φ. τοῦ θεοῦ E.Alc. 722
; without the Art.,φ. εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or. 1025
, cf. S.Aj. 673; ὦ φέγγος ib. 859, E.El. 866;ὦ φ. ἡμέρας A.Ag. 1577
; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib. 504.b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R. 508c;ἐὰν τὸ φ. ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172
, cf. Nonn.D.38.255;φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch.
s.v. φέγγος; τὸ φ. [τοῦ γάλακτος], of the milky way, Arist.Mete. 346a26.c of men, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world,ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111
;ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162
;λιπεῖν φ. E.Or. 954
;ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr. 1144
.d day,τριταῖον ἤδη φ. E.Hec.32
, cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, E.Eleg.2.2 the light of torches or fire,φ. λαμπάδων A.Eu. 1022
; πυρός ib. 1029, Ch. 1037: a light, torch, Ar.Ra. 448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc.3 the light of the eyes,φ. ὀμμάτων E.Hec. 368
, 1035;ὄσσων Theoc.24.75
; τυφλὸν φ, i.e. blindness, E.Hec. 1068 (lyr.).II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13;τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag. 602
; of persons, Pi.N.9.42;μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl. 640
(lyr.);Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6
(Antip. Sid.);ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq. 1319
(anap.);πλοῦτος.. ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56
; φ. ὀπώρας, of wine, Id.Fr. 153.2 lustre,δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr. 250b
;φ. ἐλέους LXX 3 Ma.6.4
;τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φ. Plu.2.792a
, etc. -
3 πλάνος
1 [voice] Act., leading astray, deceiving, π. κατέσειον ἐδωδάν the bait, Theoc.21.43, cf. AP7.702 (Apollonid.); π. δῶρα, ἄγρα, Mosch.1.29, Fr.1.10;πνεύματα 1 Ep.Ti.4.1
.2 [voice] Pass., wandering, roaming, fickle,ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Men.Kith.Fr.8
; π. φέγγη planets, Man.4.3.II Subst. πλάνος, ὁ, = πλάνη, wandering, roaming, S.OC 1114, E.Alc. 482, etc.: in pl., Ar.V. 873 (lyr.), etc.b κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, E. Ion 1491 (lyr.).2 metaph., φροντίδος πλάνοι wanderings of thought, S.OT67; π. φρενῶν wandering of mind, madness, E.Hipp. 283 ;π. τε καρδίᾳ προσίσταται Id.Fr. 1038
; πλάνοις in uncertain fits, of a disease, S.Ph. 758; = πλάνη 11.1, Pl.Phd. 79d.III of persons, πλάνος, ὁ, vagabond,impostor, Nicostr.Com.24, Dionys.Com. 4, D.S.34/5.2.14, Ev.Matt.27.63.
См. также в других словарях:
φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek