Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑκατέρω

См. также в других словарях:

  • ἑκατέρω — ἑκάτερος each of two masc/neut nom/voc/acc dual ἑκάτερος each of two masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατέρῳ — ἑκάτερος each of two masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατέρωι — ἑκατέρῳ , ἑκάτερος each of two masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) …   Dictionary of Greek

  • ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωθι — (Α) (μτγν. τ.) βλ. κυκλόθι. [ΕΤΥΜΟΛ. κύκλω θι αντί κυκλό θι*, πιθ. κατ επίδρασιν τών ἑκατέρω θι, ποτέρω θι] …   Dictionary of Greek

  • μηδετέρωσε — (Α) επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. εκατέρω σε)] …   Dictionary of Greek

  • ουδετέρωθι — οὐδετέρωθι (Α) επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. εκατέρω θι)] …   Dictionary of Greek

  • ποτέρωθεν — Α επίρρ. από ποιον από τους δύο; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εκατέρω θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ποτέρωθι — Α επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. εκατέρω θι)] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»