-
1 Κρέων
Κρέωνruler: masc nom sg -
2 κρεών
-
3 κρεῶν
-
4 κρέων
κρέωνruler: masc nom sgκρείωνruler: masc nom sg (doric) -
5 κρέων
1 royal, kingΔὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99
ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνε- φέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον i. e. to Zeus N. 3.10βία Φώκου κρέοντος N. 5.12
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
-
6 κρεών
κρεών, ὁ,A larder, Gloss. (dub.). -
7 κρέων
-
8 κρεῶν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρεῶν
-
9 Κρεόντων
Κρέωνruler: masc gen pl -
10 Κρέον
Κρέωνruler: masc voc sg -
11 Κρέοντα
Κρέωνruler: masc acc sg -
12 Κρέοντας
Κρέωνruler: masc acc pl -
13 Κρέοντες
Κρέωνruler: masc nom /voc pl -
14 Κρέοντι
Κρέωνruler: masc dat sg -
15 Κρέοντος
Κρέωνruler: masc gen sg -
16 κρεόντων
κρέωνruler: masc gen plκρείωνruler: masc gen pl (doric) -
17 κρέον
κρέωνruler: masc voc sgκρείωνruler: masc voc sg (doric) -
18 κρέοντα
κρέωνruler: masc acc sgκρείωνruler: masc acc sg (doric) -
19 κρέοντας
κρέωνruler: masc acc plκρείωνruler: masc acc pl (doric) -
20 κρέοντες
κρέωνruler: masc nom /voc plκρείωνruler: masc nom /voc pl (doric)
См. также в других словарях:
Κρέων — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέων — ruler masc nom sg κρείων ruler masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεόντων — Κρέων ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεόντων — κρέων ruler masc gen pl κρείων ruler masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρέον — Κρέων ruler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέον — κρέων ruler masc voc sg κρείων ruler masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρέοντα — Κρέων ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέοντα — κρέων ruler masc acc sg κρείων ruler masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)