Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμφότερος

См. также в других словарях:

  • Ἀμφοτερός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφότερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερος — either masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρων — ἀμφότερος either fem gen pl ἀμφότερος either masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρως — ἀμφότερος either adverbial ἀμφότερος either masc acc pl (doric) ἀμφοτέρως in both ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερον — ἀμφότερος either masc acc sg ἀμφότερος either neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφοτεροῦ — Ἀμφοτερός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτερᾶν — ἀμφότερος either masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»