Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἴση

См. также в других словарях:

  • Ἴση — Ἴ̱ση , Ἶσις plant fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴση — ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἴ̱ση , ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσῃ — Ἴ̱σηι , Ἶσις plant fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσῃ — ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) ἴ̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσῆι — ἰσῇ , ἰσάζω make equal fut ind mid 2nd sg (doric) ἰσῇ , ἰσάζω make equal fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικας — ἰσή̱λικας , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικες — ἰσή̱λικες , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσηι — ἴσῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) ἴ̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • ῥαίσῃ — ῥαίω break aor subj mid 2nd sg ῥαίω break aor subj act 3rd sg ῥαίω break fut ind mid 2nd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier aor subj mid 2nd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier aor subj act 3rd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier fut ind mid 2nd sg ῥᾱΐσῃ , ῥαίζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»