Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρέπεται

См. также в других словарях:

  • τρέπεται — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»