Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὠφελίαν

См. также в других словарях:

  • ὠφελίαν — ὠφελίᾱν , ὠφέλεια help fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωφέλεια — η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ] όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»