-
1 ιερεία
ἱερείᾱ, ἱέρειαa priestess: fem nom /voc /acc dualἱερείᾱ, ἱερείαsacrifice: fem nom /voc /acc dualἱερείᾱ, ἱερείαsacrifice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱερείᾱͅ, ἱέρειαa priestess: fem dat sg (attic doric aeolic)ἱερείᾱͅ, ἱερείαsacrifice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιέρεια
-
3 ἱέρεια
-
4 ιερεία
-
5 ἱερεῖα
-
6 ἱερεία
-
7 ἱέρεια
ἱέρεια, ἡ, [dialect] Ion. [full] ἱρείη, as v.l. in Hdt.5.72, 8.104: scanned - εῐα in Trag., S.Fr. 456, E.Or. 261 (withA v.l. ἱερίαι), Ba. 1114, and perh. to be written [full] ἱερέα, as in IG12.4.13, 843a3, etc., and prob. in Pi.P.4.5: [dialect] Ep. [full] ἱερέη Call.Epigr.41: [full] ἱερῆ, Schwyzer725 (Milet., vi B.C.), GDI 5562 ([place name] Panticapaeum), 5584 ([place name] Priene), al.: [full] ἱαρέα or [full] ἱάρεα (pl. ἱαρεαι) ib. 4847: [full] ἱάρεια dub. in IG7.2465 ([place name] Thebes):—fem. of ἱερεύς, a priestess,τὴν.. ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Il.6.300
, al., cf. Ar.Th. 758, Th.4.133, Pl.Phdr. 244b, al., BCH6.24 (Delos, ii B.C.), etc. -
8 ἱερεία
Βλ. λ. ιερεία -
9 ἱερείᾳ
Βλ. λ. ιερεία -
10 ἱερεία
-ας ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 10,20sacrifice, (solemn) festival -
11 ιερείας
ἱερείᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερείᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερείᾱς, ἱερείαsacrifice: fem acc plἱερείᾱς, ἱερείαsacrifice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἱερείας
ἱερείᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερείᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερείᾱς, ἱερείαsacrifice: fem acc plἱερείᾱς, ἱερείαsacrifice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ιερειών
-
14 ἱερειῶν
-
15 ιερείαις
-
16 ἱερείαις
-
17 ιερείαν
-
18 ἱερείαν
-
19 ιερέας
ἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερέᾱς, ἱερεύςpriest: masc acc pl -
20 ἱερέας
ἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερέᾱς, ἱερεύςpriest: masc acc pl
См. также в других словарях:
ἱερεία — ἱερείᾱ , ἱέρεια a priestess fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείᾳ — ἱερείᾱͅ , ἱέρεια a priestess fem dat sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱͅ , ἱερεία sacrifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερεία — ἱερεία, ἡ (Α) 1. θυσία 2. εορτή 3. ιερατεία 4. το άδυτο τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια] … Dictionary of Greek
ἱέρεια — a priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιέρεια — η γυναίκα που ασκεί τα καθήκοντα του ιερέα: Ιέρεια του ναού της Αφροδίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερεῖα — ἱερεῖον victim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείας — ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem acc pl ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
ἱερειῶν — ἱέρεια a priestess fem gen pl ἱερεία sacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείαις — ἱέρεια a priestess fem dat pl ἱερεία sacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)