Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὑρίσκεται

См. также в других словарях:

  • εὑρίσκεται — εὑρίσκω find pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обрѣтатисѧ — ОБРѢТА|ТИСѦ (171), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть находимым, обнаруживаться, отыскиваться: Тако же годѣ ѥсть о младеньциихъ елишьды не обрѣтаютьсѧ извѣстии послѹси си˫а вѣрьно крьщены гл҃юще быти. (μή εὑρίσκονται) ΚΕ XII, 140а; доилищи [в др. сп. доилици] …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • обрѣстисѧ — (475), ОБРѦЩ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Быть найденным, обнаружиться. отыскаться: Иже причьтьникъ въ кърчьмьници обрѧштетьсѧ ѣдыи. да отълѹченъ бѹдеть. (εἰ... φωραϑείη ἐσϑίων) КЕ XII, 17б; възискаѥми бѣша старьци ѿ новы германовы вътороѥ и третиѥѥ и не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • OPSIANUS Lapis — Graecis Ο῾ψιανὸς, apud Auctorem Peripli, Α῞μμος ἐςτὶ πολλὴ κεχυμένη, καθ᾿ ἧς εν βάθει κεχωσμένος ἑυρίσκεται ὁ ὀψςανὸς λίθος, εν ἐκείνῃ μόῃ τοπικᾶς γενόμενος, Subulum est multum congestum, in quo profunde obrutus reperitur. Opsianus lapis, in illa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδιάθετος — η, ο (AM ἐνδιάθετος, ον) 1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος») 2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση 3. έμφυτος, φυσικός 4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία τής Ἁγίας Γραφῆς» τα αναγνωρισμένα ως κανονικά… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • νήστιδα — η (Α νῆστις, ιος και ιδος) ανατ. το τμήμα τού λεπτού εντέρου μετά το δωδεκαδάκτυλο, μήκους 1,40 περίπου μέτρων, το οποίο μεταπίπτει χωρίς σαφή όρια στον ειλεό και που έλαβε την ονομασία αυτή επειδή, κατά τον Γαληνό, στα πτώματα «διὰ παντὸς… …   Dictionary of Greek

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»