-
1 εύρημα
-
2 εὕρημα
-
3 εὕρημα
A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4; ; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu. 561, Pl.Tht. 150d, al.; τύμπανα, Ῥέας.. εὑ. E.Ba.59, cf. HF 188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.2 c. gen., invention for or against a thing, remedy,τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp. 716
.II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ... κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl. 533;εὕ... οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med. 716
, cf. 553;εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190
;εὕ. γίγνεται τόδε E.El. 606
;ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46
;εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13
, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα. -
4 εὕρημα
εὕρημα, ατος, τό (s. next entry; Trag., Hdt. et al.; POxy 472, 33 [II A.D.]; Philo; Jos., C. Ap. 2, 148; the LXX has the later form εὕρεμα [Phryn. p. 445f Lob.; Dio Chrys. 59 (76), 1]; s. Thackeray p. 80) discovery, invention Dg 7:1.—DELG s.v. εὑρίσκω. -
5 εύρημα
1) find2) findingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εύρημα
-
6 ευρήμαθ'
εὑρήματα, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc plεὑρήματι, εὕρημαinvention: neut dat sgεὑρήματε, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc dual -
7 εὑρήμαθ'
εὑρήματα, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc plεὑρήματι, εὕρημαinvention: neut dat sgεὑρήματε, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc dual -
8 εύρημ'
-
9 εὕρημ'
-
10 εὑρίσκω
A , Th.7.67, etc.: [tense] aor. 2εὗρον Il.1.498
, etc., later ηὗρον or , etc.; [ per.] 3pl. , BGU1201.16 (i A.D.); imper. εὑρέ Hdn.Gr.2.23; [dialect] Ep. inf.εὑρέμεναι Od.12.393
: later [tense] aor. 1εὕρησα Man.5.137
; εὗρα v.l. in Ev.Luc.8.35, Act.Ap.5.10, (ἐν-) PGen.3.19 (ii A.D.): [tense] pf. , etc., [tense] pf. imper. [ per.] 2sg.εὕρηκε Nausicr.1
D.:—[voice] Med., [tense] fut.εὑρήσομαι Hdt.9.6
, Lys.13.9, etc.: [tense] aor. 2εὑρόμην Hom.
, [dialect] Att. ηὑρ- or εὑρ- A.Pr. 269, Th.1.58, etc.: [tense] aor.1εὑράμην Hes.Fr.116.3
(testes omnes), Str.12.34.4, Iamb.VP35.255, AP9.29 (Antiphil.), Epigr. ap. Paus.6.20.14, Ep.Hebr.9.12, IG3.900 (ii A.D.):—[voice] Pass., [tense] fut.εὑρεθήσομαι S.OT 108
, E.IA 1105, Isoc.9.41: [tense] aor. 1 ηὑρέθην or , etc.: [tense] pf. ηὕρημαι or εὕρ- A.Pers. 743 (troch), etc.—Hom. has only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med., exc. ἔθ' εὑρίσκω (v.l. ἐφευρίσκω) Od.19.158. (Earlier [dialect] Att. Inscrr. have ηὑρέθην, ηὕρημαι, as IG22.1636.32, al., Epigr.Gr.35 (iv B.C.): (Magn. Mae., ii B.C.): the augm. is seldom found in Papyri,ηὕρισκεν PPetr. 3p.101
(iii B. C.); never in those of Men. or Phld.):— find, , etc.; εὕρημα εὑ., v. εὕρημα.2 c. part., find that..,εὕρισκε Λακεδαιμονίους.. προέχοντας Hdt.1.56
, cf. 1.5:—and in [voice] Pass.,ἤν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν S.Tr. 411
, cf. OT 839, OC 946: with part. omitted, ὅταν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς (sc. ὄντας) Id.Ph. 452; εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (sc. ὄντα) Th.5.26; θῆλυς εὕρημαι (sc. ὤν) S.Tr. 1075;ἄνους ηὑρέθη Id.Aj. 763
.3 c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι .. found that the thing for him was.., Hdt.1.79:—[voice] Med., εὑρίσκεται (sed leg. εὕρισκέ τε) ταῦτα καιριώτατα εἶναι ib. 125:—[voice] Act., also, find means, be able,οὐχ εὑρίσκει χρήσασθαι Arr.Epict.2.12.2
.4 εὑ. ὅπως .. to find by what means.., Th.7.67:—[voice] Med., c.inf., find out or discover how to..,ηὕρετο.. παύειν E.Med. 196
(anap.).5 [voice] Pass., εὑρέθη ὅτι .. it was found that.., LXX 1 Es.2.22(26).II find out, discover,οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12.393
; , cf. Il.7.31;εὑ. ὁδόν Pi.P.10.29
;ἐξ ἀμηχάνων πόρον A.Pr.59
;μηχανὴν σωτηρίας Id.Th. 209
;πημάτων ἄρηξιν S.El. 875
;τινα ἐμοῦ βελτίονα Ar.Pl. 104
, etc.: abs.,εὕρηκα Archim.
ap. Plu.2.1094c:—[voice] Med.,εὕρετο τέκμωρ Il.16.472
; ὄνομ' εὕρεο think of a name to give him, Od.19.403;εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν.. εὑροίμην 9.422
.2 c. inf., get a chance of, be able, (ii/iii A.D.), cf. 17,20, PGrenf.1.64.3 (vi A.D.), etc.III devise, invent, , etc.; :—[voice] Med., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, S.El. 625.IV get, gain, ἀρετάν, δόξαν, Pi.O.7.89, P.2.64; ; , cf. E.Med. 1107 (anap.); (lyr.);ἀφ' ὧν ὄνασιν εὕρωσι Id.El. 1061
; μέγ' εὑρεῖν κέρδος ib. 1305;εὑ. σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Pl.Prt. 321c
; εὑ. μητρὶ φόνον bring about murder, E.El. 650: abs., acquire wealth, LXX Le.25.47:—[voice] Med., find or get for oneself, bring on oneself,οἷ.. αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο Od.21.304
(so in [voice] Act., );αὐτὸς ηὑρόμην πόνους A.Pr. 269
;μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ Id.Ag. 1588
, cf. Th. 880 (lyr.): so in [tense] pf. [voice] Pass.,μέγα πένθος ηὕρηται S.Aj. 615
(lyr.); εὑρήσεται τιμωρίην will get for himself, obtain, Hdt.3.148, cf.9.26;ἀλεωρήν Id.9.6
;κλέος Pi.P.3.111
;ἄδειαν εὑρόμενος And.1.15
;ἀτέλειαν D.20.1
;εὑρίσκεσθαι ὠφελίαν ἀπό τινος Th.1.31
;τι παρά τινος IG12.108.47
, Lys.13.9; εὑ. παρά τινος c. inf., procure from him that.., Hdt.9.28;δεηθέντες οὐκ ἐδύναντο εὑρέσθαι Lys.14.20
.V esp. of merchandise, etc., fetch, earn money, εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον having fetched a large sum, Hdt. 1.196;ηὗρε πλέον ἢ ἐνενήκοντα τάλαντα X.HG3.4.24
, cf. Vect.4.40; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (sc. δραχμάς) Is.8.35; ἐγδίδομεν.. τοὺς θριγκοὺς.. ὅτι ἂν εὕρωσιν for what they will fetch, IG7.3073.7 (Lebad.); ἐρωτᾶν τί εὑρίσκει what it will fetch, Thphr.Char.15.4.2 of the sum or bid which secures an article or contract, οἰκέτην.. ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what he will fetch, X.Mem.2.5.5;τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο Aeschin.1.96
, cf. SIG966.37 (Attica, iv B.C.), 581.99 (Rhodes-Hierapytna, ii B.C.); ἐκτιθέτωσαν τὸ εὑρίσκον ἐφ' ἡμέρας δέκα the highest or winning bid, PRev.Laws48.16 (iii B.C.), cf. UPZ 112vi9 (iii B.C.); προσέβαλον αὐτῷ τοῦ εὑρίσκοντος ἀνὰ [x] ἱερεῖα [x] I have placed at his disposal [x] pigs at the current price of [x], PCair.Zen.161.5 (iii B.C.), cf. UPZ114(1).24 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρίσκω
-
11 ευρημάτων
-
12 εὑρημάτων
-
13 ευρήμασι
-
14 εὑρήμασι
-
15 ευρήμασιν
-
16 εὑρήμασιν
-
17 ευρήματα
-
18 εὑρήματα
-
19 ευρήματι
-
20 εὑρήματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
εύρημα — το, ατος 1. ό,τι βρίσκει κανείς. 2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… … Dictionary of Greek