Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἦ+μὲν+δή

  • 81 τύχη

    τύχη [pron. full] [ῠ], , [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (
    A

    τεύχω, τυγχάνω A. 1.2

    ):—the act of a god,

    τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67

    ;

    ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E.Med. 671

    ;

    τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53

    ; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;

    θείῃ τύχῃ Hdt.1.126

    , 3.139, 4.8, 5.92.

    γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a

    ;

    θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e

    ;

    ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326

    ;

    δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e

    ;

    πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196

    ; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;

    ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c

    :

    ἄσημα δ' ου'κέτ' ε'στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος E.Hipp. 371

    (lyr.);

    ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351

    (troch.);

    δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728

    (lyr.);

    τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37

    .
    b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).
    2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,

    τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48

    ;

    τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485

    ; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;

    εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a

    : also pl.,

    ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511

    .
    II regarded as an agent or cause beyond human control:
    1 fortune, providence, fate,

    πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16

    ;

    ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100

    ;

    πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426

    ;

    ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15

    ;

    μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a

    ;

    κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A.Ag. 1647

    ;

    ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93

    : personified,

    Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2

    ;

    Τ. Σωτήρ A. Ag. 664

    , cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <

    Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62

    , cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;

    πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506

    , cf. 505;

    Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139

    .
    2 chance, regarded as an impersonal cause,

    τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b

    ; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined as

    αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281

    ;

    πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men.812

    ;

    τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281

    , cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;

    οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287

    ;

    τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5

    ; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;

    τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977

    ; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;

    ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1

    , cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;

    τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2

    , cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73;

    ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι Id.1.78

    , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;

    ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d

    ;

    ἐκ τύχης Id.Phdr. 265c

    , R. 499b, etc.;

    διὰ τύχην Isoc.4.132

    , 9.45;

    δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29

    ;

    κατὰ τύχην Th.3.49

    , X.HG3.4.13;

    τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118

    ;

    τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785

    , cf. D.4.45.
    III regarded as a result:
    1 good fortune, success,

    δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5

    ;

    μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130

    ;

    τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315

    (lyr.);

    εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10

    .δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;

    ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33

    ;

    σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48

    , cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;

    τύχᾳ Pi.N.10.25

    , E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;

    τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077

    : c. gen. rei,

    Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115

    .
    2 ill fortune,

    τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317

    ; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;

    τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16

    ; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;

    δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653

    ;

    τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380

    , cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.);

    ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec. 425

    : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.
    3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',

    ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61

    ;

    πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34

    ; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;

    ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236

    ;

    ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377

    ;

    φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024

    : c. gen. rei,

    κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24

    . 22.
    4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;

    πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d

    ; freq. in prayers and good wishes,

    εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]

    ; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,

    θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1

    , 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);

    ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c

    ;

    ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18

    ;

    τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120

    , Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,

    ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675

    , cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;

    ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40

    ; also

    ἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869

    , cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; also

    τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4

    ;

    ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119

    : with κακός or equivalent words,

    τ. παλίγκοτος A.Ag. 571

    ;

    ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328

    ;

    ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323

    ;

    τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438

    ;

    πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E.Hec. 498

    ;

    ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471

    , cf. Th.5.102;

    ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e

    ;

    ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16

    .
    5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,

    τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2

    ;

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72

    ;

    ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980

    ;

    κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31

    ;

    ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32

    ;

    πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11

    ;

    τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1

    ;

    τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255

    .
    IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,

    τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157

    ;

    ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26

    ;

    νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29

    : personified,

    θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34

    (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers,

    ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI16

    (Halic., iii B.C.);

    διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8

    (i B. C.);

    νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14

    ;

    ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19

    (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the

    ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21

    (iii A. D.).
    2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
    3 position, station in life,

    ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258

    ;

    πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184

    , 198,204 ([place name] Panamara);

    οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48

    ;

    ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll.3.76

    ;

    οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5

    (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,

    βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1

    ,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
    V Astrol. uses:
    1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
    2 ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
    VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύχη

  • 82 φθίω

    φθίω, ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common [tense] pres. being [full] φθίνω, Od.5.161, al. (also [full] φθινύθω, q. v.): [tense] impf.
    A

    ἔφθῐνον Hdt.3.29

    , Pl.Ti. 77a: [tense] fut. and [tense] aor. φθ (ε) ίσω, e)/fq (e) ισα and ἔφθῐσα (v. infr. 11): [tense] pf. ἔφθῐκα v. l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), ([etym.] ἀπ-) Them.Or.28.341d:—[voice] Med. and [voice] Pass. (in same sense), [tense] fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 ( φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: [tense] aor. 1 φθίσασθαι ([etym.] ἀπο-) Q.S. 14.545: [ per.] 3pl. [tense] aor. [voice] Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: [tense] aor. 2

    ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th. 971

    (lyr.);

    ἔφθῐτο Il.18.100

    , Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu. 458, S.OT 962, E.Alc. 414 (lyr.); [ per.] 3pl.

    ἐφθίατο Il.1.251

    ; imper. [ per.] 3sg. φθίσθω ([etym.] ἀπο-) 8.429; [dialect] Ep. subj.

    φθίεται 20.173

    ,

    φθιόμεσθα 14.87

    ; opt. φθίμην ([etym.] ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο ([etym.] φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf.

    φθίσθαι Il.9.246

    , 13.667, Od.14.117, 15.354, ([etym.] κατα-) 2.183 (always with incorrect v. l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in [tense] pf.,

    ἔφθιται Od.20.340

    , [ per.] 3pl.

    ἐξ-έφθινται A.Pers. 679

    (lyr.). [Hom. has [pron. full] in φθίῃς (infr.1.2), [pron. full] in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: [pron. full] always in [tense] fut. and [tense] aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. 11), cf. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος (qq. v.): [pron. full] always in [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses [pron. full] in φθίνω (prob. fr. Φθῐ-νϝω, cf. φθίνυθω ) whereas [pron. full] always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use [pron. full] even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. k[snull ]i-, [tense] pres. k[snull ]iṇā´ti, k[snull ]iṇóti, 'he destroys', [voice] Pass. K[snull ][imacracute]yante 'they perish', ák[snull ]itas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', [tense] fut. stem k[snull ]e[snull ]ya- ( = φθεισο-), [tense] aor. stem k[snull ]e[snull ]- (= φθεις-).)
    I decay, wane, of Time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. [tense] aor. ) first would the night be come to an end, Od.11.330:

    τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj. 141

    (anap.); in this sense mostly in [tense] pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, 5.161: esp.
    b of the moon, wane, [

    σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20

    ; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (

    ἵστημι B. 111.4

    ), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month ([etym.] τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307.
    c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.).
    2 of persons, waste away, pine, perish,

    ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368

    (perh. [tense] aor. subj. with [pron. full] metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν was wasting away in mind, Il.18.446 (perh. trans., causing his heart to pine; prob. [tense] impf., but possibly [tense] aor.);

    φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc. 203

    ;

    ἐκ φόνων S.Tr. 558

    ; οἱ φθίνοντες consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24.
    b of life, strength, etc.,

    οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94

    ;

    φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC 610

    , cf. OT 665 (lyr.);

    ὕβρις.. ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr. 786

    ;

    ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr. 548

    ;

    τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5

    , cf. Pl.Phd. 71b, Ti. 81b, etc.; c. dat. modi,

    πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν.., φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25

    ; of things, fade away, disappear,

    ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr. 677

    ;

    τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24

    ; metaph.,

    φθίνοντα Ααΐου θέσφατα S.OT 906

    (lyr.), cf. Ant. 1013:—[voice] Pass.,

    αὐτὸς φθίεται Il.20.173

    , cf. 14.87; more freq. in [tense] fut. and [tense] aor., ἤδη φθ<ε> ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384;

    τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100

    ;

    δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1.251

    ;

    νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667

    ;

    νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο S.OT 962

    ; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by.., A.Th. 971 (lyr.), cf. E.Med. 1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.;

    χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359

    ;

    ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12

    . 976; φθίμενοι the dead,

    φθιμένοισι μετείην Od.24.436

    ; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21;

    φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28)

    , cf. B.5.83;

    φθιμένοισιν A.Th. 732

    (lyr.);

    φθίμενος S.Tr. 1161

    , cf. Ant. 836 (anap.);

    μηδέτιν' εἰπεῖν.. φθιμένων E.Hec. 137

    (anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός)

    , τὸν φθίμενον A.Th. 336

    (lyr., codd.);

    τῶν φ. Id.Ag. 1023

    (lyr.);

    τῶν πρότερον φ. Id.Ch. 403

    (anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess,

    Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1

    : rare in Prose,

    τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18

    .
    II Causal, in [tense] fut. φθ (ε) ίσω, [tense] aor. 1 ἔφθ (ε) ισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67 ) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy,

    φθ (ε) ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407

    ; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ (ε) ίσειν 16.461, cf. 22.61;

    οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φθ (ε) ῖσαι γόνον Od.4.741

    ;

    ἵνα φθ (ε) ίσωμεν ἑλόντες αὐτόν 16.369

    ; τόν ἔθελον φθ (ε) ῖσαι ib. 428;

    τοκῆας.. φθ (ε) ῖσαν θεοί 20.67

    : rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα)

    , Μοίρας φθίσας A.Eu. 173

    ;

    τὸν.. ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT 202

    ;

    φυτὸν ἥμερον μήτε φθίνειν μήτε σίνεσθαι Pythag.

    ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα.. φθίνει, φθίνει dub. in S.El. 1414 (lyr., fort. σοι).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθίω

  • 83 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

  • 84 ἀλλά

    ἀλλά, Conj., orig. neut. pl. of ἄλλος,
    A otheruise: used adversatively to limit or oppose words, sentences, or clauses, stronger than δέ:
    I in simple oppositions, but,
    1 after neg. clauses,

    οὐ κακός, ἀλλ' ἀγαθός Thgn.212

    ;

    οὐδὲ μὲν Ἕκτωρ μίμνεν, ἀλλ'.. ἐφορμᾶται Il.15.690

    , etc.
    b after a simple neg.,

    ἦ παραφρονεῖς; οὔκ, ἀλλ' ὕπνος μ' ἔχει Ar.V.9

    , etc.
    c freq. after οὐ μόνον, μὴ μόνον, with or without

    καί, οὐ μόνον ἅπαξ, ἀ. πολλάκις Pl.Phdr. 228a

    , cf. Th. 3.59, X.Mem.1.4.13, etc.; without

    μόνον, οὐχ ἑσπέρας, ἀλλὰ καὶ μεσημβρίας E.Fr. 1006

    : also after οὐχ (or μὴ ( ὅτι, οὐχ (or μὴ) ὅπως, either, not only.. but..,

    μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Pl.Ap. 40d

    ;

    μὴ ὅτι κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Id.Smp. 207e

    ; or, not only not.. but..,

    οὐχ ὅπως κωλυταὶ.. γενήσεσθε, ἀλλὰ καὶ.. περιόψεσθε Th.1.35

    ;

    οὐχ ὅτι ὠργίζοντο, ἀλλ' ἐζήλουν D.19.265

    ; the neg. form is ἀλλ' οὐδέ, μὴ ὅτι ὑπὲρ ἄλλου, ἀλλ' οὐδὲ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ

    δίκην εἴρηκα Is.10.1

    , etc.
    2 in the apodosis of hypothetical sentences, still, at least,

    εἴπερ γάρ τε.. ἀλλά τε Il.1.82

    , etc.: in Prose, esp. ἀλλ' οὖν.. γε or

    ἀλλά.. γε, εἰ καὶ σμικρά, ἀ. οὖν ἴση γε ἡ χάρις Hdt.3.140

    ; εἰ μή (sc. ὁρῶ) , ἀλλ' ἀκούω γε, Pl.Grg. 470d, cf. Isoc.3.15,al.;

    εἰ μηδέν ἐστι τελευτήσαντι, ἀλλ' οὖν τοῦτόν γε τὸν χρόνον ἧττον ἀηδὴς ἔσομαι Pl.Phd. 91b

    (in later Gk. ἀλλά γε may be in juxtaposition,

    εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμί 1 Ep.Cor.9.2

    , and ἀ. γε δή is found with vv. Il. in Pl.Phdr. 262a); εἰ καὶ μετέχουσι.. ἀλλ' οὐ .. Arist. Pol. 1282a11:—less freq. after Conjunctions of Time, as

    ἐπεὶ δή Od.14.151

    ;

    ἐπεί S.OC 241

    .
    b after Hom., ἀ. is used elliptically, esp. with Advbs. of Time, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ' ἀ. νῦν (sc. εἰ μὴ πρότερον, ἀ. νῦν γε) S.El. 411, cf. Ant. 552, E.Heracl. 565;

    ἀ. τῷ χρόνῳ Id.Med. 912

    ; ἐὰν οὖν ἀ. νῦν γ' ἔτι, i.e.ἐὰν οὖν [μὴἄλλοτε], ἀ. νῦν γε .. if then now at least ye still.., D.3.33, cf. Lys.10.15:—without an Adv. of Time, at least,

    ἡ δ' ἀ. πρός σε μικρὸν εἰπάτω μόνον Ar. Pax 660

    , cf. S.OC 1276, E.HF 331.
    3 sts.= ἀλλ' ἤ (q.v.), except, but, οὔτι μοι αἴτιος ἄλλος, ἀ... τοκῆε no one else, but.., Od.8.312;

    οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀ. οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα 12.404

    ;

    ἔπαισεν οὔτις ἀ. ἐγώ S.OT 1331

    ;

    ἡδέα.. οὐκ ἔστιν ἀ. τούτοις Arist.EN 1176a22

    , cf. 1152b30: cf. reverse process in our word but=be out, except:—sts. with force of after comparatives, τάφον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀ.ἐν ᾧ ἡ δόξα κτλ. not that in which they are lying, but far more.., Th.2.43;

    οὐχ ὅπλων τὸ πλέον, ἀ. δαπάνης Id.1.83

    .
    4 with neg. after an affirmative word or clause, to be rendered simply by not,

    ἀγαθῶν, ἀ. οὐχὶ κακῶν αἴτιον Lys.14.16

    ;

    τῶν σπουδαίων, ἀ. μὴ τῶν φαύλων Isoc.1.2

    ;

    ἐκεῖθεν, ἀ. οὐκ ἐνθένδε ἡρπάσθη Pl.Phdr. 229d

    :—after a question, τί δεῖ ἐμβαλεῖν λόγον περὶ τούτου, ἀ. οὐχὶ προειπεῖν; X.Cyr.2.2.19, cf. Isoc.15.229, etc.
    b without neg.,

    μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀ. μαχητής Il.5.801

    .
    II to oppose whole sentences,but, yet:
    1 freq. in transitions, as Il.1.135, 140, etc.; ἀ. καὶ ὥς .. 1.116; ἀ. οὐδ' ὥς .. Od. 1.6:—after Hom. in answers and objections, nay but.., well but.., freq. with negs., esp. in making and answering objections, Ar. Ach. 402, 407; also in affirmative answers, Pl.Prt. 330b, Grg. 449a, etc.:—repeated in a succession of questions or objections, πότερον ᾔτουν σέ τι.. ; ἀ. ἀπῄτουν; ἀ. περὶ παιδικῶν μαχόμενος; ἀ. μεθύων ἐπαρῴνησα; X.An.5.8.4, cf. Pl.Thg. 123e, Isoc. 17.47; ἀ. μήν .., answered by .., Arist.Pol. 1287a23:—in vehement answers Pl. often uses νὴ τοὺς θεοὺς ἀ..., μὰ Δἴ ἀ .., Grg. 481c, Phlb. 36a, cf. Alc.1.110b, c:—at beginning of speech, to introduce a general objection, Od.4.472, cf.X.Smp.1, Men.Georg.22.
    2 with imper. or subj., to remonstrate, encourage, persuade, etc., freq. in Hom., ἀ. ἄγε, ἴθι, Il.1.210, 11.611;

    ἀ. ἴομεν 6.526

    ;

    ἀ. πίθεσθε 1.259

    ; after voc.,

    ὦ Φίντις, ἀ. ζεῦξον Pi.O.6.22

    , cf. Tyrt. 10.15, etc.; answered by a second

    ἀ., ἀ. περιμένετε. ἀ. περιμενοῦμεν Pl.R. 327b

    ;

    ἀλλ' ἕρπεθ' ὡς τάχιστα S.OC 1643

    , cf. Ant. 1029, etc.
    3 to break off a subject abruptly,

    ἀ. τά γε Ζεὺς οἶδεν Od.15.523

    ; ἀ. ταῦτα μὲν τί δεῖλέγειν; S.Ph.11, cf. Tr. 467, etc.
    4 in resuming an address after parenthesis, Pi.O.2.12, 4.7.
    5 in elliptical phrases, οὐ μὴν ἀ., οὐ μέντοι ἀ ... it is not [so], but.., ὁ ἵππος πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν· οὐ μὴν [ἐξετ ραχήλισεν] ἀ. ἐπέμεινεν ὁ Κῦρος it did not however [throw him], but.., X.Cyr.1.4.8;

    οὐ μέντοι ἀ. Pl.Smp. 173b

    ;

    οὐ γὰρ ἀ. Ar.Ra.58

    , 498:—after

    δέ, ὑμεῖς δέ μ' ἀ. παιδὶ συμφονεύσατε E.Hec. 391

    .
    III when joined with other Particles, each retains proper force, as,
    1 ἀλλ' ἄρα, used by Hom. in transitions, Il.6.418, 12.320, etc.; later, to introduce an objection, Pl. Ap. 25a; in questions, ἀλλ' ἆρα .. ; Id.R. 381b.
    2 ἀλλ' οὖν, concessive, at all events, Ar.Ra. 1298;

    τοὺς πρώτους χρόνους ἀ. οὖνπροσεποιοῦνθ' ὑμῖν εἶναι φίλοι Aeschin.3.86

    ; well then, Pl.Prt. 310a; but then, however, with γε following, Hdt.3.140, S.Ant.84, E.Cyc. 652, Isoc.3.18, etc.; ἀλλ' οὖν γε in apodosi, v. supr. 1.2.
    3 ἀλλὰ γάρ, freq. with words between, but really, certainly, as ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω.., παύσω γόους, but this is irreg. for ἀλλά, Κρέοντα γὰρ λεύσσω, παύσω γόους, E.Ph. 1308, cf. S.Ant. 148; for the reg. order cf. S. Ph.81, E.Heracl. 480, Med. 1067; freq. elliptical, the Verb being understood, Hdt.8.8, A.Pr. 941, S.Ant. 155: in Hom. only with negs.,

    ἀλλ' οὐ γάρ Il.7.242

    , Od.14.355, al., cf. S.OT 1409; ἀ. γὰρ δή, ἀ. γάρ τοι, S.Aj. 167, Ph.81.
    4 ἀ. εἰ .. quid si.. ? Il.16.559.
    5 ἀ. ἦ in questions, chiefly of surprise or remonstrance, A. Ch. 220, S.El. 879, Ar.Ach. 1111; ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν; Pl.Grg. 447a, cf. Prt. 309c.
    6 ἀ. followed by strengthening Particle,

    ἀλλ' ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Il. 17.514

    ; esp. c. imper., 1.211, al.;

    ἀλλά τοι Od. 15.518

    , A.Pers. 795, etc.; ἀ. μέντοι, with or without γε, Pl.Smp. 214e, Hp.Ma. 287d, al.; ἀ. μήν, v. μήν; ἀ. δή, mostly with words between, S. Aj. 1271, OC 586, Isoc.4.109, etc.; without intervening words, Pl.Ap. 37c, al.;

    ἀ. δῆτα Id.Hp.Ma. 285c

    ;

    ἀ. μὲν δὴ καὶ αὐτός Id.Tht. 143b

    , cf. S.El. 103.
    IV = et quidem, Olymp. in Mete.1.13, al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλά

  • 85 ἄλλος

    ἄλλος, η, ο, Cypr.[full] αἶλος Inscr.Cypr.135 H. ([place name] Idalion): (from ἀλ
    A yος, cf. Lat. alius):— another, i. e. one besides what has been mentioned, either Adj. or Pron.: when Adj., its Subst. is either in the same case, or in gen.,

    Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476

    ;

    θεῶν ἄ. 16.446

    :—ἄ. μέν.. ἄ. δέ .. one.. another.., more rarely the one.. the other.. (of two persons, etc.), Il.22.493, etc.; τὰ μέν.. ἄλλα δέ .. Il.6.147, and [dialect] Att.; ἕτερον μέν.. ἄλλον δέ .. Il.9.313; ἄλλο μέν.. ἑτέρου δέ .. Hdt.1.32;

    θάτερον.. τὸ δ' ἄλλο E.IT 962

    .
    II with τις, any other,

    οὐδέ τις ἄ. ἔγνω ἀλλ' ἄρα Κασσάνδρη Il.24.697

    ;

    ἄ. τις Hdt. 3.85

    ; οὐδεὶς ἄ. no other, ibid.;

    ἄλλα πολλά Il.9.639

    ;

    πολλὰ καὶ ἄλλα Th.3.56

    ; for

    εἴ τις ἄλλος Id.6.32

    , etc., and

    εἴ τις καὶ ἄ. X.An.1.4.15

    , etc., v. εἰ.
    2 freq. with another of its own cases or derived Adverbs, ἄ. ἄλλα λέγει one man says one thing, one another, X.An.2.1.15;

    ἄ. ἄλλω' ἔλεγεν Pl.Smp. 220c

    ;

    ἄ. ἄλλῃ ἐτράπετο X.An. 4.8.19

    ; v. ἄλλοθεν, ἄλλοσε, ἄλλοτε; also with Verb in pl.,

    παραλαμβάνων ἄ. ἄλλον ἐπ' ἄλλου, τὸν δ' ἐπ' ἄλλου χρείᾳ.. ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα Pl.R. 369c

    , cf. X.Cyr.2.1.4, etc.: pl., ἄλλοι when the several parties are pl.,

    λείπουσι τὸν λόφον.. ἄλλοι ἄλλοθεν X.An.1.10.13

    .
    3 ἄ. καὶ ἄ., one and then another, one or two, X.An.1.5.12; ἄλλο καὶ ἄλλο one thing after another, Id.Cyr.4.1.15; πρὸς ἄλλὡ καὶ ἄλλὡ σημείὡ to different points, Euc.1.7.
    4 repeated for emphasis, ἄ. ἄ. τρόπος quite another sort, E.Ph. 132.
    5 οὐδ' ἄ. for οὐδέτερος, Theoc.6.45.
    6 with Art., ὁ ἄλλος, the rest, all besides; in pl., οἱ ἄλλοι ([dialect] Ion. [var] contr. ὧλλοι) all the others, the rest, freq. from Hom. downwards ( ἄλλοι in same signf., Il.2.1); τὰ ἄλλα, [var] contr. τἆλλα, all else,

    τἆλλα πλὴν ὁ χρυσός Scol. 1

    (Pytherm.); in [dialect] Att. freq. as Adv., for the rest, esp. in amendments to decrees, τὰ μὲν ἄλλα καθάπερ ὁ δεῖνα κτλ. IG1.27a70, etc.: of Time, = τὸν ἄλλον χρόνον, X.HG3.2.2; ὁ ἄ. χρόνος, = ὁ λοιπὸς χρόνος, of the future, Lys. 14.4 (but also of the past, D.20.16); τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ, τῷ ἄλλῳ ἔτει, next day, next year, X.HG1.1.13, 1.2.1; οἵτε ἄλλοι καί .. all others and especially..,

    γυναῖκας ἄλλας τε πολλὰς καὶ δὴκαὶ βασιλέος θυγατέρα Hdt.1.1

    , etc.; ἄλλα τε δὴ εἶπε, καί .. Pl.Tht. 142c; (v.

    ἄλλως 1

    ):— τὸ ἄλλο is much less freq. than τὰ ἄλλα.
    7 with Numerals, yet, still, further,

    τρίτον ἄ. γένος Hes.Op. 143

    ; πέμπτος ποταμὸς ἄ. yet a fifth river, Hdt.4.54, cf. A.Th. 486, S.Ant. 1295, etc.
    8 in enumerations, as well, besides, ἅμα τῇγε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι with her their mistress came attendants also, Od.6.84;

    μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι 9.367

    ; οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄ. δένδρον οὐδέν there was no grass nor any tree at all, X.An.1.5.5;

    πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων Pl.Grg. 473d

    ; προσοφλὼν οὐ τὴν ἐπωβελίαν μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλην ὕβριν besides, Aeschin.1.163:—pleonastic,

    παρ' ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν S.OT7

    , cf. X.Cyr.1.6.2;

    ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον Il.4.81

    ;

    γυναικῶν τῶν ἄλλων μία E.Med. 945

    ;

    μόνη τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν Pl.Chrm. 166e

    ; with [comp] Comp., freq. in Hom.,

    οὔτις σεῖο νεώτερος ἄ. Ἀχαιῶν Il.15.569

    , cf. 22.106, al.; with [comp] Sup.,

    ὀϊζυρώτατος ἄλλων Od. 5.105

    .
    III less freq., = ἀλλοῖος, of other sort, different, Il.13.64, 21.22;

    ἄ. γέγονεν Pl.Phdr. 241a

    .
    2 in this sense, c. gen., ἄλλα τῶν δικαίων other than just, X.Mem.4.4.25:—followed by .., with preceding neg., οὐδὲ ἄλλο.., οὐδὲν ἄλλο (or ἄλλο οὐδέν) .., ἤ .. nothing else than.., Hdt.1.49, 7.168, Th.4.14;

    οὐδὲν ἄλλο γ' ἤπτήξας A.Pers. 209

    ; ἃ μηδὲν ἄλλο ἢ διανεῖταί τις which one only thinks, Pl. Tht. 195e:—more freq. in questions, τίς ἄλλος ἢ 'γώ .. ; A.Pr. 440; τί δ' ἄλλογ' ἢπόνοι .. ; Id.Th. 852: ellipt., τί ἄλλο (sc. πάσχω ) ἢ ἱπποκένταυρος γίγνομαι; X.Cyr.4.3.20; τί ἄλλο (sc. ἐποίησαν) ἢ ἐπεβούλευσαν; Th.3.39:—followed by πλήν, S.Aj. 125, Ar.Ach.39; by Preps., πρό ..Hdt.3.85; ἀντί .. A.Pr. 467; παρά .. Pl.Phd. 80b, etc.: with neg., sts. followed by ἀλλά, Il.18.403, 21.275:—see also ἄλλο τι.
    3 other than what is, untrue, unreal, Od.4.348.
    4 other than right, wrong, bad, ἄλλου τινος ἡττῆσθαι yield to some unworthy motive, D. 21.218, cf. Plu.2.187d, etc.; cf. ἄλλως.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλλος

  • 86

    , Adv., never in the form ἦε ([etym.] ἠέ):
    I TO CONFIRM an assertion, in truth, of a surety,

    ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς Il.5.800

    , etc.; ironically, 1.229, al.; with concessive force, it is true that..: hence, although..,

    ἦ καὶ γένει ὕστερος ἦεν 3.215

    : freq. strengthd. by the addition of one or two other Particles, as

    ἦ ἄρα Od.24.193

    ;

    ἦ ἄρα δή Il.13.446

    ;

    ἦ ῥα 4.82

    ;

    ἦ ῥά νυ 6.215

    ;

    ἦ γάρ 1.78

    ;

    ἦ γάρ τοι Od.16.199

    ;

    ἦ δή Il.2.272

    ;

    ἦ δή που 21.583

    ;

    ἦ δῆτα S.OT 429

    ;

    ἦ θην Il.20.452

    ;

    ἦ κάρτα S. El. 1279

    ;

    ἦ μάλα Il.3.204

    ;

    ἦ μάλα δή 5.422

    ; ἦ μήν and ἦ μέν (v. infr.);

    ἦ νυ Il.22.11

    ;

    ἦ τάχα Od.18.73

    ;

    ἦ τε 13.211

    : and to express doubt, ἦ που, v. ἦ που and ποῦ: esp. ἦ μήν used in oaths and asseverations, Il.2.291, 7.393, A.Pr.73, 168, etc.; also

    ἦ μάν Il.2.370

    , 13.354, Sapph.Supp.23.5;

    ἦ μέν Od.10.65

    (later εἶ μήν, v. εἷ): c. inf. in orat. obliq., after Verbs of swearing, etc.,

    σὺ δὲ σύνθεο, καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77

    ; ἦ μέν also in [dialect] Ion. historical Prose, Hdt.4.154, 5.93, al.;

    ἐγγυᾶσθαι, ἦ μὴν παραμενεῖν Pl. Phd. 115d

    ; ἐγγυητὰς καταστῆσαι ἦ μὴν ἐκτείσειν Lexap.D.24.39: with other Particles,

    ἦ μὲν δή Il.2.798

    , Od.18.257, al.;

    ἦ δὴ μάν Il.17.538

    .
    2 in the combinations ἐπεὶ ἦ, ὅτι ἢ and τί ἢ; A.D.Conj.255.5, Synt.307.19(cf. Hdn.Gr.1.520), recognizes an 'expletive' ([etym.] παραπληρωματικὸς σύνδεσμος) perispom. after ἐπεί, barytone after ὅτι or τί. It is prob. the same as the affirmative (cf. A.D.Conj.l.c.), and occurs in the same combinations,

    ἐπεὶ ἦ πολύ.. Il.1.169

    , al.; ἐπεὶ ἦ μάλα ib. 156, Od.10.465;

    ἐπεὶ ἦ καί.. Il.20.437

    , Od.16.442. Trypho took τίη as one word, and this can be supported by

    τί ἢ δὲ σύ.. Il.6.55

    , but A.D. (Conj.l.c.) infers from the accent of ὅτι ἢ that τί ἢ was two words. The Attic accentuation is said by Eust.45 init., 118.39, 907.14 to be τιή, ὁτιή(qq. v.).
    3 this (or ) is prob. to be recognized in

    ὥς τε γὰρ ἦ Il.2.289

    ,

    ὥς τέ τευ ἦ Od.3.348

    , 19.109, where codd. have (in Od.3.348 ἠδέ (cj. Bekker) shd. perh. be read for ἠέ).
    II in Questions not involving alternatives:
    1 Direct questions,
    a epexegetic of a preceding question, suggesting the answer to it, τίπτ' εἰλήλουθας; ἦ ἵνα ὕβριν ἴδῃ Ἀγαμέμνονος; why hast thou come? is it that thou mayst see.. ? Il.1.203, cf. 5.466,7.26, Od.4.710,13.418, 17.376, B.17.5; τί δῆτα χρῄζεις; ἦ με γῆς ἔξω βαλεῖν; S.OT 622, cf. E.Or. 1425 ( codd.); τίς σοι διηγεῖτο; ἦ αὐτὸς Σωκράτης; Pl.Smp. 173a (perispom., cod. B): on the accent, Hdn. Gr.2.112.
    b not epexegetic of a preceding question, ἦ σύ γ' Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος; art thou the wily Odysseus? Od.10.330, cf. Il.11.666, 15.504; ἦ οὐκ ὀτρύνοντος ἀκούετε.. Ἕκτορος; do you not hear..? ib. 506, cf. Od.16.424; ἦ τὸ πλοῖον ἀφῖκται; Pl.Cri. 43c; ἦ οὐ δοκεῖ καὶ σοὶ οὕτω; don't you think so too? Id.Grg. 479b (perispom., cod. T); ἦ βούλει συλλογισώμεθα αὐτά; shall we work them (the consequences) out? ib. 479c (perispom., cod. T); ἦ τορῶς λέγω; A.Ag. 269; ἦ κἀν δόμοισι τυγχάνει τανῦν παρών; S.OT 757: freq. with other Particles, ἦ ἄρ.. ; Od.20.166, Il.19.56; mostly ἦ ῥα.. ; 5.421, 762, Od.4.632; also in Trag. (in lyr.), A.Pers. 633, S.Aj. 172, 955: esp. to mark the first of several questions, Pi.I.7(6).3 sqq.; ἦ ἄρα δή.. ; Il.13.446; ἦ ῥά νυ.. ; 4.93; ἦ νυ.. ; 15.128; ἦ ταῦτα δή.. ; S.Ph. 565, El. 385; ἦ ταῦτα δῆτα.. ; Id.OT 429; ἦ γάρ.. ; A.Pr. 745, 757, S.OT 1000: in [dialect] Att. Prose, ἦ γάρ; standing alone, is it not so? Pl.Tht. 160e, Grg. 449d, 468d; ἦ καί.. ; A.Ag. 1207, 1362:— usu. begins the sentence, except that the vocative may precede, as in Il.5.421, 762, Od.4.632, S.OC 863, 1102, or ἀλλά, as in A.Ag. 276, Ch. 774:—by Crasis combines with ἄρα in [dialect] Att. and the κοινή to ἆρα (q. v.), in all other dialects (cf. A.D.Conj.223.24 ) to ἦρα (q. v.), but ἆρα is found in Pi.P.4.78 ( ἄρα codd.), al., Archil.86, 89.
    2 Indirect questions,

    οἴχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος ἤ που ἔτ' εἴης Od. 13.415

    (v.l. εἰ, which alone has Ms. authority in Il.1.83, Od.19.325);

    ὄφρα καὶ Ἕκτωρ εἴσεται ἢ καὶ ἐμὸν δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν Il.8.111

    (v.l. εἰ) ; ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ.. ἢ καὶ Λαέρτῃ αὐτὴν ὁδὸν ἄγγελος ἔλθω; Od.16.138 (v.l. εἰ) ; ἀμφίστασθαι ἦ κα πεφυτεύκωντι πάντα κὰτ τὰν συνθήκαν they shall investigate whether.. Tab.Heracl.1.125;

    μαντεύσασθαί οἱ.. ἦ λώϊόν οἵ κα εἴη Isyll.34

    ;

    διαφαφίξασθαι ἦ δοκεῖ αὐτὸν στεφανῶσαι IG12(3).170.12

    ([place name] Astypalaea): accented in codd. Hom., but it shd. perh. be perispom.
    ------------------------------------
    , for ἔφη, [ per.] 3sg. [tense] impf. or [tense] aor. 2 of ἠμί (q. v.). [full] , for ἦν, [dialect] Att. [var] contr. from lon. ἔα, [tense] impf. of εἰμί (
    A sum).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) >

  • 87 ὅδε

    ὅδε, ἥδε, τόδε, demonstr. Pron.,
    A this, formed by adding the enclit. - δε to the old demonstr. Pron. , , τό, and declined like it through all cases: [dialect] Ep. dat. pl. τοῖσδεσσι, τοῖσδεσσιν, as well as τοῖσδε, Il.10.462, Od.2.47, al. ; and

    τοῖσδεσι 10.268

    , 21.93 ;

    τοῖσδεσιν Democr. 175

    ;

    τοισίδε Hdt.1.32

    , al.: [dialect] Aeol. gen. pl.

    τῶνδεων Alc.126

    : Arg. gen. pl. τωνδεωνήν ( = τῶνδεων ἤν) Mnemos.57.208(vi B. C.): nom. pl. neut. ταδήν ibid., IG4.506.1 ; ταδή Sch.Ar.Ach. 744:—ὅδε, like οὗτος, is opp. ἐκεῖνος, to designate what is nearer as opp. to what is more remote ; but ὅδε refers more distinctly to what is present, to what can be seen or pointed out, though this distinction is sts. not observed, e.g.

    ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, ἐν δὲ τοῖσδ' ἐγώ S.Ph. 1243

    (v.l. τοῖς), cf. Ant. 449, and on the other hand, ἦ τόνδε φράζεις;—

    τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς Id.OT 1120

    : the forms ὁδί, ἡδί, etc. [pron. full] [ῑ], are freq. in Com. and Oratt., but are not used in Trag.: the [pron. full] may be separated from the ὅδε by the adversative δέ, as

    τὸν μὲν.., τηνδεδί Ar.Av.18

    , cf. Ec. 989.
    I of Place, to point out what is present or before one, Ἕκτορος ἥδε γυνή this is, or here is, the wife of Hector, Il.6.460 : very freq. in Trag.,

    ἀκτὴ μὲν ἥδε Λήμνου S.Ph.

    I, cf.E.Tr.4, Ion5,Hel.I,HF 4,Ba.1 ; in Com., ἐγὼ σιωπῶ τῷδε; Ar.Ra. 1134, etc.; and in Prose,

    ὧν Θεόδωρος εἷς ὅδε Pl.Tht. 164e

    ; of what belongs to this world, Id.Phdr. 250a, Smp. 211c.
    2 with Verbs of action, = here, ἀνδρί, ὅστις ὅδε κρατέει who holds sway here, Il.5.175 ; ἔγχος μὲν τόδε κεῖται ἐπὶ χθονός here it lies, 20.345, cf. 21.533, Od.1.185, etc. ; ἥδ' ἡ κορώνη.. λέγει the crow here.., v.l. in Ar.Av.23 : freq. in Trag., esp. to indicate the entrance of a person on the stage, καὶ μὴν Ἐτεοκλῆς.. ὅδε χωρεῖ here comes.., E.Ph. 443, cf.S.OT 297, 531, 632, OC32, 549; f.l. in E.Heracl.80.
    3 with a pers. Pron., ὅδ' ἐγὼ.. ἤλυθον here am I come, Od.16.205 ; ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα let us here.., 1.76 ; δῶρα δ' ἐγὼν ὅδε.. παρασχέμεν here am I [ ready] to provide.., Il.19.140 : with a pr. n.,

    ὅδ' εἰμ' Ὀρέστης E.Or. 380

    : with

    αὐτός, ὅδ' αὐτὸς ἐγώ Od.21.207

    , 24.321.
    4 also with τίς and other interrog. words, τίς δ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται; who is this following her? 6.276, cf. 1.225 ; τί κακὸν τόδε πάσχετε; what is this evil ye are suffering? 20.351 ; πρὸς ποῖον ἂν τόνδ'.. ἔπλει; S.Ph. 572, cf. 1204.
    5 in Trag. dialogue, ὅδε and ὅδ' ἀνήρ, = ἐγώ, Id.OT 534, 815, etc.; γυναικὸς τῆσδε, for ἐμοῦ, A.Ag. 1438 ;

    τῆσδέ γε ζώσης ἔτι S.Tr. 305

    ; so ξὺν τῇδε χερί with this hand of mine, Id.Ant.43, cf. OT 811.
    6 in Arist., τοδί designates a particular thing, 'such and such',

    τοδὶ διὰ τοδὶ αἱρεῖται EN 1151a35

    ;

    τόδε μετὰ τόδε GA 734a28

    , cf. b9 ;

    Καλλίᾳ κάμνοντι τηνδὶ τὴν νόσον τοδὶ συνήνεγκε Metaph. 981a8

    ;

    τόδε τὸ ἐν τῷ ἡμικυκλίῳ APo. 71a20

    ; ἥδε ἡ ἰατρική, opp. αὐτὴ ἡ ἰ., Metaph. 997b30 ; τόδε τι a this, i.e. a fully specified particular, Cat. 3b10, al., cf. Gal.6.113,171 ;

    τόδε τι καὶ οὐσία Arist.Metaph. 1060b1

    ; πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν Ep. Jac.4.13.
    II of Time, to indicate the immediate present,

    ἥδ' ἡμέρα S.OT 438

    , etc.: more strongly,

    κατ' ἦμαρ.. τὸ νῦν τόδε Id.Aj. 753

    ;

    τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος Od.14.161

    ; but νυκτὸς τῆσδε in the night just past, S.Aj.21 ;

    νυκτὶ τῇδε Id.El. 644

    ; so τῆσδε τῆς ὁδοῦ on this present journey, Id.OT 1478, cf. Ant. 878 (cj.) ; also ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον now for these ten years, Id.Ph. 312 ; τῶνδε τῶν ἀσκητῶν athletes of the present day, Pl.R. 403e.
    III in sentences beginning this is.., the Engl. this is freq. represented by nom. pl. neut. τάδε ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν this is not an ἔρανος, Od.1.226 ; ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; is not this insolence? S.OC 883 ; of persons, Ἀπόλλων τάδ' ἦν this was A., S. OT 1329 (lyr.) ;

    οὐ γὰρ ἔσθ' Ἕκτωρ τάδε E.Andr. 168

    ;

    οὐκέτι Τροία τάδε Id.Tr. 100

    (anap.) ;

    οὐ τάδε Βρόμιος Id.Cyc.63

    (lyr.) ;

    οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσίν Th.6.77

    ; τάδ' οὐχὶ Πελοπόννησος, ἀλλ' Ἰωνία Inscr. ap.Str.9.1.6.
    2 to indicate something immediately to come, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ (which then follows) Il.1.41, 504, cf. 455, al. ;

    Ἀθηναίων οἵδε ἀπέθανον IG12.943.2

    : hence, in historical writers, opp. what goes before (cf. οὗτος c. 1.2),

    ταῦτα μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι.., τάδε δὲ ἐγὼ γράφω Hdt.6.53

    ;

    ταῦτα μὲν δὴ σὺ λέγεις· παρ' ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε X.An.2.1.20

    , etc. ; v. οὗτος B.1.2 ; opp. ἐκεῖνος, S.El. 784 : rarely applied to different persons in the same sentence, νῦν ὅδε [La<*>us] πρὸς τῆς τύχης ὄλωλεν, οὐδὲ τοῦδ' ὕπο [ by Oedipus] Id.OT 948.
    3 as 'antecedent' to a defining Relat.,

    ὃν πόλις στήσειε, τοῦδε χρὴ κλύειν Id.Ant. 666

    , cf. Tr.23, Ph.87, etc.: in Hom., in such cases, the δέ is separate, as

    ὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ.., ὁ δ' οἴσεται ἡμιπέλεκκα Il.23.858

    , cf. Od.11.148, 149, al. (but ὅδε sts. has its deictic force and the relat. clause merely explains, as

    νήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει S.Ph. 613

    , cf. Il.2.346, X.An.7.3.47, etc.).
    IV Adverbial usage of some cases:
    1 τῇδε,
    a of Place, here, on the spot, Il.12.345, Od. 6.173, etc. ; so

    τῶν τε ὑπὸ γῆς θεῶν καὶ τῶν τ. Pl.Lg. 958d

    .
    b of Manner, thus, A.Eu.45 ;

    ὅρα δὲ καὶ τ., ὅτι.. Pl.Phd. 79e

    , cf. R. 433e, etc.
    2 acc. neut. τόδε with ἱκάνω, etc., hither, to this spot, Il.14.298, Od.1.409, al. ; also

    δεῦρο τόδε Il.14.309

    , Od.17.444, 524.
    b therefore, on this account,

    τόδε χώεο 23.213

    : so also acc. pl. neut.,

    τάδε γηθήσειε

    on this account,

    Il.9.77

    .
    3 dat. pl. neut., τοισίδε in or with these words,

    τοισίδε ἀμείβεται Hdt.1.120

    ; τοισίδε προέχει in these respects, ib.32.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅδε

  • 88 ἀλλά

    ἀλλά (Hom.+; DELG s.v. ἄλλος; Schwyzer II 578) gener. adversative particle (orig. neut. pl. of ἄλλος, ‘otherwise’) indicating a difference with or contrast to what precedes, in the case of individual clauses as well as whole sentences
    after a negative or after μέν on the contrary, but, yet, rather
    introducing a contrast οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι Mt 5:17. οὐ πᾶς ὁ λέγων … ἀλλʼ ὁ ποιῶν 7:21. οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει Mk 5:39. οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον 9:8 (v.l. εἰ μὴ τ. Ἰ.). οὐ … σαρκὶ ἀλλὰ μόνῳ πνεύματι AcPl Ant 13 (μόνον Aa I 237, 3). οὐκ ἔστι θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων Mt 22:32; Mk 12:27; Lk 20:38. ἀλλὰ καθῶς γέγραπται Ro 15:21 introduces a statement about a procedure that contrasts with what precedes.—W. ascensive force (B-D-F §448; Rob. 1187) οὐ μόνον … ἀλλὰ καί not only …, but also (EpArist oft.; TestJob 47:2f; Jos., Bell. 3, 102; Just., A I, 5, 4): οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν Ac 21:13. οὐ μόνον σὲ ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας 26:29; cp. 27:10; Ro 1:32; 4:12, 16; 9:24; 13:5; 2 Cor 8:10, 21; 9:12; Eph 1:21; Phil 1:29; 1 Th 1:5; 2:8; Hb 12:26; 1 Pt 2:18. W. the first member shortened (cp. TestJob 35:1) οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καί not only this (is the case), but also: οὐ μόνον δέ (sc. καυχώμεθα ἐπὶ τούτῳ), ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν Ro 5:3, cp. vs. 11; 8:23; 9:10; 2 Cor 8:19.—Introducing the main point after a question expressed or implied, which has been answered in the negative οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης no; rather his name shall be John Lk 1:60. οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλὰ ἐὰν μὴ μετανοῆτε no! I tell you; rather, if you do not repent 13:3, 5; cp. 16:30; J 7:12; Ac 16:37; Ro 3:27 (TestAbr A 5 p. 82, 5; 31f [Stone p. 12]; JosAs 4:15 al.; ApcMos 6) after μὴ γένοιτο, which serves as a strong negation 3:31; 7:7, 13; cp. 1 Cor 7:21. The neg. answer is omitted as obvious: (no,) instead of that 6:6 (as a declaration). Instead of ἀ.: ἀλλʼ ἤ Lk 12:51; B 2:8. Also after a negative and ἄλλος, as in Pla., X. et al. (Kühner-G. II 284f; IG IV, 951, 76 [320 B.C.]; PPetr II, 46a, 5 [200 B.C.]; Just., A II, 4, 2 al.; in rhetorical quest. PsSol 5:12; B-D-F §448, 8): except οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν ἀλλʼ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε for we write you nothing (else) except what you can understand 2 Cor 1:13. This construction οὐκ ἄλλος ἀλλʼ ἤ is a combination of οὐκ ἄλλος …, ἀλλά (PTebt 104, 19 [92 B.C.] μὴ ἐξέστω Φιλίσκωνι γυναῖκα ἄλλην ἐπαγαγέσθαι, ἀλλὰ Ἀπολλωνίαν) 1 Cl 51:5, and οὐκ ἄλλος ἤ … (Ps.-Clem., Hom. 16, 20).
    within the same clause, used to contrast single words (Just., A I, 15, 7 οὐ τούς δικαίους … ἀλλὰ τούς ἀσεβεῖς, D. 48, 1): οὐ … δικαίους ἀλλʼ ἁμαρτωλούς Mt 9:13; Lk 5:32. οὐκ ἐμὲ δέχεται ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με Mk 9:37. ἀλλʼ οὐ τί ἐγὼ θέλω ἀλλὰ τί σύ 14:36, cp. J 5:30; 6:38. ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με 7:16. οὐκ ἐγὼ ἀλλὰ ὁ κύριος 1 Cor 7:10. οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ κυρίῳ 6:13. οὐκ εἰς τὸ κρεῖσσον ἀλλὰ εἰς τὸ ἧσσον 11:17. οὐκ ἔστιν ἓν μέλος ἀλλὰ πολλά 12:14. οὐκ εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀλλʼ εἰς τὸ πονηρόν D 5:2. οὐχ ὡς διδάσκαλος ἀλλʼ ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν B 1:8 al. In Mt 20:23, οὐκ ἔστιν ἐμὸν τοῦτο δοῦναι, ἀλλʼ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου has been shortened from οὐκ ἐμὸν … ἀλλὰ τοῦ πατρός, ὅς δώσει οἷς ἡτοίμασται ὑπʼ αὐτοῦ.—But s. WBeck, CTM 21, ’50, 606–10 for the mng. except for Mt 20:23=Mk 10:40, and Mk 4:22, also 9:8 v.l. (for εἰ μή); D 9:5. So also B-D-F §448, 8; Mlt-Turner 330; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 113f.—After μὲν, to indicate that a limiting phrase is to follow πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ Ro 14:20. σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλʼ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται 1 Cor 14:17.—The use of ἀλλά in the Johannine lit. is noteworthy, in that the parts contrasted are not always of equal standing grammatically: οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς ἀλλʼ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός=ἀλλὰ μαρτυρῶν π. τ. φ. J 1:8; οὐκ ᾔδειν αὐτόν ἀλλʼ … ἦλθον although I did not know him, yet I came vs. 31. εἶπον [ὅτι] οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλʼ ὅτι I said, ‘I am not the Christ; rather, I was sent before him’ 3:28. οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλʼ ἵνα φανερωθῇ neither this man has sinned, nor his parents, but (he was born blind) that … might be revealed 9:3.
    when whole clauses are compared, ἀλλά can indicate a transition to someth. different or contrasted: the other side of a matter or issue, but, yet. δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλʼ οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος Mt 24:6, cp. Lk 21:9. κεκοίμηται• ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν J 11:11, cp. vs. 15; 16:20; Lk 22:36; J 4:23; 6:36, 64; 8:37; Ac 9:6; Ro 10:18f. ἁμαρτία οὐκ ἐλλογεῖται … ἀλλὰ … sin is not charged; nevertheless … 5:13f. Introducing an objection, ἀλλὰ ἐρεῖ τις (Jos., Bell. 7, 363 and Just., A I, 7, 1 ἀλλὰ φήσει τις) probably colloq. = ‘well’, someone will say: 1 Cor 15:35; Js 2:18 (difft. DWatson, NTS 39 ’93, 94–121). Taking back or limiting a preceding statement παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπʼ ἐμοῦ• ἀλλʼ οὐ τί ἐγὼ θέλω Mk 14:36. ἀλλʼ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὔτως καὶ τὸ χάρισμα Ro 5:15. ἀλλʼ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ 1 Cor 9:12. ἀλλὰ ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισμα 7:7. ἀλλὰ καὶ περὶ τούτου δὲ εἴρηται D 1:6.—In ἀλλʼ, οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες … ; in Hb 3:16 ἀλλʼ, in the opinion of some, seems to owe its origin solely to a misunderstanding of the preceding τίνες as τινές by an early copyist (B-D-F §448, 4), but here ἀλλά may convey strong asseveration surely (so REB). See 3 below.
    before independent clauses, to indicate that the preceding is to be regarded as a settled matter, thus forming a transition to someth. new (Just., A I, 3; 10, 1) other matter for additional consideration, but ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος … ἐπάρατοί εἰσιν but this rabble … is accursed J 7:49. ἀλλʼ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν (no, not at all!) but in all these we are more than conquerors Ro 8:37. ἀλλʼ ὅτι ἃ θύουσιν, δαιμονίοις … θύουσιν (no!) but they (the gentiles) offer what they sacrifice to inferior deities 1 Cor 10:20 (their second-rate status is Paul’s connotation). Cp. Gal 2:3 and Mt 11:7f ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; (you could not have wanted to see that;) but what did you go out to see? Also to be explained elliptically is the ascensive ἀλλὰ καί (and not only this,) but also Lk 12:7; 16:21; 24:22; Phil 1:18 (Ath. 21, 4); negative ἀλλʼ οὐδέ Lk 23:15; Ac 19:2; 1 Cor 3:2; 4:3 (Ar. 9:1); strengthened ἀλλά γε καί indeed Lk 24:21; ἀλλὰ μὲν οὖν γε καί Phil 3:8; Hb 3:16 (s. 2 above) may well be rendered (as NEB) all those, surely, whom Moses had led out of Egypt (cp. Dio Chrys. 33, 36; 47, 3).
    for strong alternative/additional consideration
    in the apodosis of conditional sentences, yet, certainly, at least εἰ καὶ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλʼ οὐκ ἐγώ certainly I will not Mk 14:29; cp. 1 Cor 8:6; 2 Cor 4:16; 5:16; 11:6; strengthened ἀλλὰ καί: εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν …, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως (sc. σύμφυτοι) ἐσόμεθα we shall certainly be united w. him in his resurrection Ro 6:5; limited by γε (ἀλλʼ οὖν γε Just., D. 76, 6; 93, 1): εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι at least I am one to you 1 Cor 9:2 (cp. X., Cyr. 1, 3, 6; B-D-F §439, 2). ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλʼ οὐ πολλοὺς πατέρας certainly not many fathers 1 Cor 4:15.
    rhetorically ascensive: (not only this,) but rather πόσην κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν, ἀ. ἀπολογίαν, ἀ. ἀγανάκτησιν, ἀ. φόβον, ἀ. ἐπιπόθησιν, ἀ. ζῆλον, ἀ. ἐκδίκησιν even, yes indeed 2 Cor 7:11. On Eph 5:24 s. 5 below.
    w. an impv. to strengthen the command: now, then (Arrian, Anab. 5, 26, 4 ἀλλὰ παραμείνατε=so hold on! JosAs 13:9; ApcMos 3; SibOr 3, 624; 632; Jos., Ant. 4, 145): ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου now come and lay your hand on her Mt 9:18. ἀλλʼ εἴ τι δύνῃ, βοήθησον now help me, if you can (in any way) Mk 9:22. ἀλλὰ ὑπάγετε εἴπατε now go and tell 16:7. ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι Ac 10:20. ἀλλὰ ἀνάστηθι 26:16 (JosAs 14:11).—In same sense w. subjunctive ἀλλʼ … ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν now let us warn them not to speak any longer 4:17. ἀλλʼ ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε … ἵνα καὶ ἐν ταύτῃ τῇ χάριτι περισσεύητε 2 Cor 8:7. Unless Eph 5:24 is to be placed in 4b, it is prob. to be understood as an ellipsis, and can be expanded thus: then just as the church is subject to Christ, wives should also be subject to their husbands. Yet ἀλλά is also used to introduce an inference from what precedes: so, therefore, accordingly (e.g. Aristoph., Ach. 1189 ὁδὶ δὲ καὐτός. Ἀλλʼ ἄνοιγε τὴν θύραν=‘here he is in person. So open the door’, Birds 1718; Herodas 7, 89; Artem. 4, 27 p. 219, 22; cp. AMoorehouse, ClQ 46, ’52, 100–104 on ‘progressive’ ἀλλά as Od. 3, 388).—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀλλά

  • 89 ἕτερος

    ἕτερος, α, ον (Hom.+; in the NT it is entirely lacking in 1 and 2 Pt; 1, 2, and 3J; Rv; found in Mk only in the bracketed ending 16:12; in J only 19:37) as adj. and subst., gener. ‘other’
    pert. to being distinct from some other item implied or mentioned, other
    other of two, contrasting a definite person or thing w. another (Appian, Hann. 43 §185 Ἄννων ἕτερος=the other of the two Hannos; of an eye ApcEsdr 4:29; Ath. 17, 4; cp. θάτερος Just., D. 1, 2 al.; Tat. 8, 1 al.) ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ in the other boat Lk 5:7; cp. 23:40. ὁ ἕ. in contrast to ὁ πρῶτος (X., An. 3, 4, 25) Mt 21:30; ὁ εἷς … ὁ ἕ. (s. εἷς 5d) 6:24; Lk 7:41; 16:13; 17:34 f; 18:10; Ac 23:6; 1 Cor 4:6. ἕ. βασιλεύς another king (of two mentioned) Lk 14:31. The usage Hv 3, 8, 4 is colloq., for seven women are referred to; the narrator describes the first two, but anticipates Hermas’ interrupting inquiry about the identity of the other five and therefore treats the first two as a complete series.—1 Cl 38:2.
    of more than two
    α. another ἕ. τῶν μαθητῶν Mt 8:21; cp. Gal 1:19. ἕ. προσδοκῶμεν; are we to look for someone else? Mt 11:3; Lk 7:19 v.l. ἐν ἑ. σαββάτῳ Lk 6:6. ἑτέρα γραφή another Scripture passage J 19:37; 2 Cl 2:4; cp. Lk 9:56, 59, 61; 16:18 (cp. Job 31:10); Ac 1:20 (Ps 108:8); 7:18 (Ex 1:8); Ro 7:3. ἕτερον παράδοξον a further wonder Papias (2:9). ἕ. τις someone else, any other Ac 8:34; Ro 8:39; 13:9 (cp. Cicero, Tusc. 4, 7, 16); 1 Ti 1:10; ἤ τις ἕ. Papias (2:4) (cp. οὐδεὶς ἕ. En 24:4; Just., D. 49, 3).
    β. likew. in the pl. ἕτεροι other(s) Ac 2:13 (ἕτεροι δέ joins the opinion of other people to an opinion previously expressed, as schol. on Pind., P. 9, 183), 40; Lk 10:1. ἕτεραι γενεαί other generations (cp. Ps 47:14; 77:4, 6 al.) Eph 3:5. ἑτέρους διδάσκειν (Da 11:4) 2 Ti 2:2. At the end of lists ἕτεροι πολλοί (cp. Demosth. 18, 208 and 219; 19, 297; Appian, Bell. Civ. 2, 62 §260) Mt 15:30; Ac 15:35; ἕ. πολλαί Lk 8:3; ἕ. πολλά (TestSol 8:9; Jos., Vi. 39; 261) 22:65. πολλὰ κ. ἕτερα 3:18. περὶ ἑτέρων Ac 19:39 v.l. τινὲς ἕ. (Jos., Vi. 15; Ar. 10, 7 ἕτέρων τινῶν) Ac 27:1. ἑπτὰ ἕ. πνεύματα an evil spirit takes seven other evil spirits with it Mt 12:45; Lk 11:26 (cp. TestSol 15:1 ἑτέρας δύο κεφαλάς; TestAbr B 10 p. 114, 24 [Stone p. 76] τῶν ἑτέρων δύο στεφανῶν). Differently, to indicate a difference in kind, καὶ ἕ. (ἑταῖροι P75; s. s.v. ἑταῖρος) κακοῦργοι δύο also two others, who were criminals 23:32 (cp. TestJud 9:6; PTebt 41, 9 [c. 119 B.C.] τινῶν ἡμῶν [men] καὶ ἑτέρων γυναικῶν; Dio Chrys. 30 [47], 24 ἑτέραν γυναῖκα Σεμίρ.=and in addition, a woman, Semiramis). οἱ ἕ. the others, the rest Mt 11:16; Lk 4:43.
    γ. used interchangeably w. ἄλλος, which is felt to be its equivalent (Ps.-Pla., Alcib. I 116e; Apollon. Rhod. 4, 141; Dio Chrys. 57 [74], 22; Arrian, Anab. 5, 21, 2; 3; Herm. Wr. 11, 12a; CPR I, 103, 21 ἀπό τε ἄλλων πρασέων ἢ ἑτέρων οἰκονομιῶν; 3, 19; 6, 17. Cp. also POxy 276, 11 σὺν ἄλλοις σιτολόγοις w. PGen 36, 10 σὺν ἑτέροις ἱερεῦσι; POslo 111, 246 μηδένα ἄλλον with ln. 292 μηδένα ἕτερον; and Mt 10:23 with v.l.; Mlt-Turner 197f): εἰς ἕ. εὐαγγέλιον ὸ̔ οὐκ ἔστιν ἄλλο to another gospel, which is no (other) gospel at all Gal 1:6f (ἄλλος 2b). For another view cp. 2 below. ἄλλον Ἰησοῦν … πνεῦμα ἕ. … εὐαγγέλιον ἕ. 2 Cor 11:4. S. also δ.
    δ. In lists (Ath. 4, 1 ἕ. μὲν … ἄλλο δἐ; 26, 2 ἄλλους μὲν … ἐφʼ ἑτέρων δέ) ὸ̔ μὲν … καὶ ἕτερον … καὶ ἕ. … καὶ ἕ. some … some etc. Lk 8:(5), 6, 7, 8. ὸ̔ς μὲν … ἄλλος δὲ … ἕτερος … ἄλλος δὲ … ἄλλος δὲ … ἕτερος … 1 Cor 12:(8), 9, 10; τὶς … ἕ. 3:4; τὶς … ἕ. … ἄλλος τις Lk 22:(56), 58, (59). πρῶτος … ἕ. 16:(5), 7; πρῶτος … και ἕ. 14:(18), 19f. ὁ πρῶτος … ὁ δεύτερος … ὁ ἕ. the first … the second … the third 19:(16, 18), 20; δοῦλος … ἕ. δοῦλος … τρίτος 20:(10), 11, (12). Pl. τινὲς … ἕτεροι 11:(15), 16. ἄλλοι … ἕ. (PParis 26, 31 [163/162 B.C.]) Hb 11:(35), 36. οἱ μὲν … ἄλλοι δὲ … ἕ. δὲ … Mt 16:14.
    ε. ὁ ἕτερος one’s neighbor (the contrast here is w. αὐτός: Demosth. 34, 12 ἕ. ἤδη ἦν καὶ οὐχ ὁ αὐτός; cp. Is 34:14) Ro 2:1; 13:8 (WMarxsen, TZ 11, ’55, 230–37; but s. FDanker, FGingrich Festschr. ’72, 111 n. 2); 1 Cor 6:1; 10:24, 29; 14:17; Gal 6:4. Without the article διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; Ro 2:21 (cp. Ael. Aristid. 28, 1 K.=49 p. 491 D.: νουθετεῖν ἑτέρους ἀφέντες ἑαυτούς). Pl. Phil 2:4.
    ζ. τῇ ἑτέρᾳ (sc. ἡμέρᾳ) on the next day (X., Cyr. 4, 6, 10) Ac 20:15; 27:3.—ἐν ἑτέρῳ in another place (in Scripture; cp. Jos., Ant. 14, 114; Just., D. 58, 8 ἐν ἑτέροις etc.) 13:35; Hb 5:6. εἰς οὐδὲν ἕτερον … ἤ Ac 17:21 (CPR I, 32, 15 οὐδὲν δὲ ἕτερον; Jos., Ant. 8, 104; Tat. 14, 2 οὐδὲν … ἕτερον ἤ).
    pert. to being dissimilar in kind or class from all other entities, another, different fr. what precedes, externally or internally (cp. Pla., Symp. 186b ἕτερος καὶ ἀνόμοιος al.; OGI 458, 8 [c. 9 B.C.] ἑτέραν ὄψιν; POxy 939, 18; Wsd 7:5; Jdth 8:20 al.; TestSol 11:3 ἑτέραν πρᾶξιν; Just., D. 6, 1 ἕ. … τι τὸ μετέχον τινὸς ἐκείνου οὗ μετέχει; 55, 1 ἕ. θεὸς παρὰ τὸν ποιητὴν τῶν ὅλων; 119, 3 ἡμεῖς λαὸς ἕ. ἀνεθήλαμεν, καὶ ἐβλαστήσαμεν στάχυες καινοί): ἐν ἑ. μορφῇ in a different form Mk 16:12 (cp. Ath. 26, 3 εἰς ἕ. σχῆμα). εἶδος ἕτερον Lk 9:29 (TestSol 15:3). ἑτέρα … δόξα, ἑτέρα … glory of one kind, … of a different kind 1 Cor 15:40. ἕ. νόμος Ro 7:23. ἑ. γνῶσις B 18:1. ἑ. ὁδός Js 2:25. ἑ. διδαχή Hs 8, 6, 5 (v.l. ξένος). On ἕ. in this sense in Gal 1:6 s. M-M. s.v. Also in the sense strange ἐν χείλεσιν ἑτέρων through the lips of strangers 1 Cor 14:21 (cp. Is 28:11). λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις Ac 2:4 may mean either speak with different (even other than their own) tongues or speak in foreign languages (cp. Is 28:11; Sir prol. ln. 22; 1QH 4, 16). S. γλῶσσα 3.—JKElliott, ZNW 60, ’69, 140f.—Schmidt, Syn. IV 559–69. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἕτερος

  • 90 ἀκούω

    ᾰκούω (ἀκούει, -ομεν, -οντι; -ῃ (v. l. - σῃ); -ων, -οντες; -ειν: aor. ἄκουσας, ἄκουσεν; ἄκουσον, -ατε); -σαις; -σαι.)
    a hear, abs. τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, P. 1.26 ἀκούσατ addressed to the audience P. 6.1

    παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκουσον, Ἥρας N. 7.2

    b c. acc.

    τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον O. 6.52

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον O. 6.66

    [

    μεγάλαν δ' ἀρετὰν ἀκούοντί ποι P. 5.101

    v. infr. c.] εἴ τις ευλτ;γτ; πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. l. ἀκούσῃ i. e. ἐγκωμιάζεται) I. 5.13 νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c. Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφὰν (sc. Κάδμος.) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (sc. Τέρπανδρος.) fr. 125. 3.
    c c. gen.

    Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς ἀκούσαις Ἰφίων Ἀγγελίας O. 8.81

    τῶν δἀκούσαις αὐτὸς P. 4.135

    μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν, ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενὶ (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν sc. of the dead kings of Cyrene) P. 5.101 ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ᾰκουσεν (cf. Hom. Il. 7. 226f.) N. 2.14εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσαςI. 6.43 [ ἐπεὶ θεσφάτων ἄκουσαν (codd.: ἐπάκουσαν Tric.) I. 8.31]

    φόρμιγξ, τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    d learn, hear
    a c. acc. & inf.

    πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεαν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.77

    II c. acc. & indir. quest.,

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112

    e εὖ ἀκούω, be well spoken of, have a good reputation

    εὖ δἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32

    cf. I. 5.13

    Lexicon to Pindar > ἀκούω

  • 91 ἀμφί

    ἀμφί A prep. I c. acc.
    1 of place.
    a beside, around

    παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17

    γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24

    Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

    οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40

    ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
    b at, in

    θαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96

    c met., over, in defence of

    ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

    2 of time. during, for

    λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.50
    3 in the manner of, after ἀείδετο δὲ

    πὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    4 about, concerning

    κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69

    εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54

    ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]

    ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4

    II c. gen.
    1 about, concerning

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    2 for the sake of

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276

    οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    III c. dat.
    1 beside

    ἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63

    ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40

    κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30

    βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40

    ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97

    2 round, on

    ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13

    ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24

    τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39

    φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85

    δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96

    3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.

    αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15

    μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80

    εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86

    οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα

    πρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119

    ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54

    ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50

    μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55

    4 owing toΠέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεταιO. 8.42

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34

    μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33

    σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29

    τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60

    ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8

    Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27

    πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.
    5 in honour of

    ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13

    ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62

    ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80

    6 of time, in the course of

    ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37

    B adv., all round

    ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    Lexicon to Pindar > ἀμφί

  • 92 ἀπό

    1

    ἄπο O. 3.9

    , O. 1.13, P. 5.7, N. 3.8 84, I. 4.53, Πα. 20. 11, 13)
    1 prep. c. gen.
    a with a verb of motion, from

    Πίσα τᾶς ἄπο νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    Ἴστρου ἄπο σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27

    ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων O. 6.99

    Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς O. 7.33

    ἀπὸ Μαντινέας O. 10.70

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων P. 2.3

    ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.26

    αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο P. 4.133

    ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον P. 8.41

    στεῖχ' ἀπ Αἰγίνας N. 5.3

    φεῦγε γὰρ πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14

    Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν ἦλθ' ἀνήρ I. 4.53

    b out of, from out of, from, generally

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73

    [ἀπ byz.: ὑπ codd. O. 5.14]

    φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις O. 9.58

    αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου βάλλων O. 13.88

    [ ἀπὸ coni. Stone: ἐρέω codd.: ἄρα Wil. P. 1.77]

    φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73

    δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75

    ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.17

    καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.16

    χρὴ δ' ἀπ

    Ἀθανᾶν τέκτον' ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18

    ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.60

    —1.

    ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135

    ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13

    κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2* ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 6. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.
    c down from

    Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50

    εὖτ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76

    χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51

    ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς N. 10.61

    d
    I far from, deprived of

    Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    II from off

    δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13

    μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11

    e
    I won from

    ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, δύο δ' ἀπὸ Κίρρας P. 7.16

    πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.59

    II coming from

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.34

    ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος fr. 106. 5. ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.
    III begotten from

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας N. 6.35

    θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5.
    f from the time of, since

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος O. 7.93

    νιν κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.7

    ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας. Σ.) P. 5.114

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25

    g ἀπὸ γλώσσας, simm.

    αἶνος ὃν ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13

    εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2

    πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

    πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3.
    h from, as a result of

    κοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος O. 13.76

    2 in tmesis.

    ἀπὸ ἔχειν O. 2.69

    ἀπὸ ῥίψον O. 9.35

    ἀπὸ εἴργοντες O. 13.59

    ἀπὸ ἀμβλύνει P. 1.82

    ἀπὸ λιπὼν P. 3.101

    ἀπὸ δώσω P. 4.67

    ἀπὸ ῥίψαις P. 4.232

    ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    ἀπὸ δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἀπὸ ὤθεον fr. 166. 3.
    3 fragg. ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ἁμετέρας ἄπ[ο (supp. Lobel) fr. 59. 8.

    Lexicon to Pindar > ἀπό

  • 93 αὖ

    αὖ
    1 again, with δέ; emphasizing a distinction as regards what precedes.
    a μέν precedes.

    τόκα μὲν, εὖτ' ἂν δὲ, τότ αὖ O. 6.70

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ N. 11.30

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8.
    b as opposed to some previous time.

    ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ I. 4.18

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ. νῦν δ' αὖ Pae. 2.80

    c in general.

    πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω O. 12.6

    μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ· τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντεςP. 4.144

    Lexicon to Pindar > αὖ

  • 94 αὖτε

    1 adversative, again
    a opposed to

    μέν. θεὸν ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    ( ἄρουραι)

    τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δαὖτ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.11

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων, νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) I. 6.5
    b opposed to a previous time.

    ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96

    2 progressive, in question. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90
    3 frag. τοι δ' αυτ[ dub. ?fr. 338. 9.

    Lexicon to Pindar > αὖτε

  • 95 γε

    γε a particle used to emphasise particular words, which it may either directly precede, esp. if a word group is emphasised, or follow.
    a emphasising subs., pron., simm.
    I subs.

    ὀρειᾶν γε Πελειάδων N. 2.11

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός ( τὸν coni. Heimsoeth) I. 8.10

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 4.28

    Ἀπόλλωνί γ [ Pae. 7.5

    ]Ζηνί γε fr. 60a. 5.

    ἀέθλων γ' ἕνεκεν O. 1.99

    ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ] ογοι τῶν γε δε[ (Π̆{S}: τε Π.) Pae. 6.175
    II demonstratives. πέποιθα δὲ ξένον μή τιν

    δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105

    τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.20

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    κείνου γε κατὰ κλέος P. 4.125

    κεῖνον γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10

    τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2.
    III verbal subs.

    ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37

    τό γ' ἐν ξυνᾥ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93

    νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    IV pers. pron. σέ γ' ἐπαρκέσαι (Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) N. 6.60 σέο γ' ἕκατι (codd.: γ del. Bergk, edd.: “contra poetae usum” Schr.) I. 5.2
    b emphasising adj.

    ἑκατόν γ' ἐτέων O. 2.93

    κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Pae. 6.123

    c emphasising adv.

    νῦν γε P. 4.290

    τό γέ νυν P. 11.44

    οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσον εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.4

    d emphasising πρίν clause.

    πολλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65

    Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28

    [
    e dub. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν γε (v. l. δὲ, edd.) O. 3.43 γ varie e † γόνος coni. edd. O. 9.76 τό γε μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (codd., Theon: δὲ Tricl., edd.) P. 12.30]
    f combined with other particles.
    V ἤτοι γε v. supra a.

    α. O. 2.30

    η. f. ἦ μὰν γε v. supra b. N. 8.28

    Lexicon to Pindar > γε

  • 96 γέρας

    γέρας ( γέρας nom., acc.)
    a ( Ῥόδον) ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (v. l. μέρος) O. 7.68

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.65

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. γέρας, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί) P. 5.18 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (i. e. νίκαν) P. 5.124 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (sc. Μολοσσίᾳ ἐμβασιλεύειν) N. 7.40

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (i. e. ὕμνον) I. 1.14 ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (i. e. γεραίρεται) I. 5.33τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: γέρας post Αἰακίδᾳ habet codex: i. e. the honour of marriage to Thetis) I. 8.38 Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. 3. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν μοναρχεῖν Ἄργει

    θέμενος οἰωνοπόλον γέρας Pae. 4.30

    b specifically, prize

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49

    μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν O. 8.11

    ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25

    Lexicon to Pindar > γέρας

  • 97 γινώσκω

    γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντα): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)
    1 know, recognize
    a recognize (visually)

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) P. 4.120
    b recognize (facts)

    καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν P. 3.31

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand P. 4.263 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) P. 4.287

    τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288

    φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.
    c recognize, give recognition to

    ἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83

    τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.3

    Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.114

    d know, recognize c. part. “ γίνωσκε δ' ἐπειγομένουςP. 4.34 ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) P. 9.79 pass.

    γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    e know, recognize followed by indirect question.

    ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν O. 6.89

    cf. P. 3.60

    Lexicon to Pindar > γινώσκω

  • 98 ἔργον

    ἔργον (ἔργον, -ου, -ῳ, -ον; -α, -ων, -οιςι),
    1

    -οισιν, -α. ϝεργ- O. 13.38

    , P. 2.17, P. 4.104, P. 7.19, N. 3.44, N. 7.52, N. 10.64)
    1 achievement, exploit
    a

    τῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17

    κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.98

    πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15

    κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.63

    ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85

    ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.66

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23

    ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17

    τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθωP. 4.229

    ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41

    τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44

    πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

    καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον N. 8.4

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49

    φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3

    πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ)

    ἔργων N. 10.30

    καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64

    ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos I. 2.24

    εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23

    καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration I. 4.68 εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc.

    Αἴγινα I. 5.23

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι I. 6.22

    Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67

    θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).
    b emphasising action, as opposed to thought.

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30

    ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma P. 4.104
    c where emphasis is upon the effort, labour

    Ἰάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου P. 4.233

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle I. 8.54 esp. in dat. s., by one's efforts

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19

    ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63

    Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) P. 8.80 σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene P. 9.92 cf. N. 1.26
    d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games O. 9.85

    τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38

    2 work (of art)

    ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3

    ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator O. 13.17 ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.74

    Lexicon to Pindar > ἔργον

  • 99 ἕτερος

    ἕτερος (ἕτερος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οιςι): -ας; -αι, -αις: nom.)
    a another, any other

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    pro subs., another, others,

    ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37
    b the other, remainder of

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96

    c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3
    d repeated in same clause, oneanother καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60

    τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25

    εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6

    cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*]

    Lexicon to Pindar > ἕτερος

  • 100 ἵσταμι

    ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)
    1 trans., make to stand
    a establish (a festival, simm.)

    Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3

    καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,

    λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78

    b stand, arrange

    ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118

    med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99
    2 intrans.,
    a halt, come to a halt

    στάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.
    b stand

    δένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32

    ἀμφὶ

    Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2

    τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84

    ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2

    θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11

    τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66

    τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.
    4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.

    ὑφίσταμι Pae. 8.69

    Lexicon to Pindar > ἵσταμι

См. также в других словарях:

  • μέν — indeed indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… …   Dictionary of Greek

  • Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… …   Dictionary of Greek

  • μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν δη — oὐ μὲν δὴ (Α) (για όρκο) βεβαίως όχι («μὰ Δί , ἔφη, oὐ μὲν δή», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… …   Dictionary of Greek

  • ου μεν πως — οὐ μέν πως (Α) κατ ουδένα τρόπο («οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ Αχαιοί», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • Γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. — γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. См. Богу все возможно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. — εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. См. Деньги найдут друга …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»