-
1 χρῆται
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρῆται
-
2 ηδυσμα
- ατος τό1) приправа, пряность, соус Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.2) перен. приправа, услада, украшение(ἥ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἥ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.)
οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ΄ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. — (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу -
3 πλεκτανη
(ᾰ) ἥ1) извив, кольцо(ὄφεων πλεκτάναι Aesch.)
π. καπνοῦ Arph. — клуб(ы) дыма2) вихрь(π. χειμάρροος Aesch.)
3) щупальце(ὅ πολύπους ὡς χερσὴ χρῆται ταῖς πλεκτάναις Arst.)
4) pl. сети, тенета -
4 υπολαμβανω
1) подхватывать, брать на себяδελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару;
ἄγειν αὐτὸν τέν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. — (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка2) подпирать(τι Her.)
3) схватывать, уносить прочь(τοὺς νεοττούς Arst.)
4) тайком захватывать(Κέρκυραν, τὰ ὅπλα Thuc.)
ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ αὑτοῦ ἱμάτιον Plut. — схватить что-л. и спрятать под плащом5) охватывать, овладевать, застигать(ὑπὸ τρόμος ἔλαβε γυῖα Hom.; μανίη νοῦσος ὑπέλαβε αὐτόν Her.)
λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her. — чума унесла кого-л.;τὰς ναῦς ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. — напав врасплох на корабли, они повредили (их);δυσχωρία τε καὴ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. — они попали в труднопроходимые места;αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. — ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их)6) перехватывать, сманивать(τινὰ μισθῷ μείζονι Thuc.)
7) непосредственно следовать, тотчас же наступатьμετὰ ταῦτα ἥ ναυμαχία ὑπολαβοῦσα Her. — последовавшее за этим морское сражение
8) принимать у себя(τοὺς φεύγοντας Xen.)
9) внимательно выслушивать, принимать(δυσχερῶς τι Dem.)
ὑπόλαβε τὸν λόγον Her. — прими совет10) воспринимать, понимать, полагатьὀρθῶς ὑ. Plat. — правильно понимать;
ὑ. τι ὡς ὄν Plat. — разуметь нечто как сущее, т.е. как таковое;τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω ; Plat. — в чем тут, на мой взгляд, причина?;ἀδύνατον ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὴ μέ εἶναι Arst. — невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим;τοιοῦτος ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) οἷον ἂν παρ΄ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. — обо мне думают так, как слышат от других, т.е. судят по наслышке;πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὑποληπτέον Plat. — таким же образом приходится думать обо всем;πολὺ τἀναντία ὑπειλημμένον Dem. — совершенно противоположное мнение;ἐλάττων τοῦ ὑπειλημμένου Dem. — меньший, чем полагают;τὸ ὑποληφθέν Men. — предположение11) прерывать, перебиватьμεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen. — он перебил его (следующими) словами
12) возражать, отвечать, указывать в ответἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ΄ ἂν εἰκότως Dem. — (вот) что вы должны возразить им;
ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὴ χρῆται, ὑ. χρέ εἰ … Lys. — если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не …ли …13) сдерживать(ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.)
См. также в других словарях:
χρῆται — χράομαι abuse pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres subj mp 3rd sg (doric ionic) χράομαι abuse pres ind mp 3rd sg (doric ionic) χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek