-
1 φρένα
φρήνmidriff: fem acc sg -
2 φρέν'
φρένα, φρήνmidriff: fem acc sgφρένε, φρήνmidriff: fem nom /voc /acc dual -
3 φρήν
φρήν, ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί ([etym.] ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):I midriff,κραδία φρένα λακτίζει A.Pr. 881
(anap.); elsewh. always in pl.,ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481
, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) ;τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b11
, cf. HA 496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely,πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
; , al.;φρένας.. εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr. 363
, cf. Eu. 159 (lyr.).2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear,τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10
; of joy and grief,φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186
;γάνυται φρένα ποιμήν 13.493
;τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362
;ἄχος πύκασε φρένας 8.124
;ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442
; of anger, Od.6.147; of courage,ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487
;ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475
, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it,ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104
(exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, ap. Arist.Ath.5.2;κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12
;φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
;μαινομένα φρενί Id.Th. 484
(lyr.);στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu. 986
(lyr.);Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34
; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch. 107;ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib. 1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El. 1463.3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought,ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296
;μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600
; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434;ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301
; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; ; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib. 121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον)ἐσθλῶν 9.514
;Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45
; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; ;ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp. 612
;κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193
, al.: pl., wits,Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
, cf. 454, 18.331;πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394
;ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
;βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724
;ἐξ... τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360
; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph. 865, E.Or. 1021, Ba. 944;τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant. 648
;ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47
;φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709
;φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); ; ; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp. 935, Ba.33;ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El. 390
;φρένες διάστροφοι A.Pr. 673
, S.Aj. 447;μαργότης φρενῶν Id.Fr. 846
;ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT 727
, etc.; of persons in their senses,ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant. 492
; (lyr.) (so in later Prose,οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19
, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); alsoἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag. 1052
;γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
;τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu. 153
; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; soαἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El. 387
; attributed to animals,μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245
, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose,τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104
; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7;παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90
;καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55
;νοῦς καὶ φρένες D.18.324
, cf. 25.33.4 will, purpose,οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194
;σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant. 993
, cf.OC 1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra. 886). -
4 τέρπω
Aτέρπῃσι 17.385
: [dialect] Ion. [tense] impf.τέρπεσκον Q.S.7.378
, AP9.136 ([place name] Cyrus): [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔτερψα h.Pan.47
, E.Heracl. 433, Pl.Lg. 658b:—the [voice] Pass. and [voice] Med. have a fivefold [tense] aor.,2 [dialect] Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213, 251, 21.57.3 [dialect] Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf.ταρπῆναι Od.23.212
, and ταρπήμεναι ib. 346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, [dialect] Ep. [ per.] 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).4 [dialect] Ep. also ἐταρπόμην, only in [ per.] 1pl. subj.ταρπώμεθα Od.4.295
, al.; also redupl. through all moods,τετάρπετο Il.19.19
, 24.513;τεταρπώμεσθα Od.11.212
, Il.23.10,98;τεταρπόμενος Od. 1.310
, al.5 [tense] aor. 1 ἐτερψάμην, in [dialect] Ep. subj.τέρψομαι 16.26
(but τέρψομαι is [tense] fut. [voice] Med. in Il.20.23, S.Fr. 677); opt. ; part.τερψάμενος Od.12.188
:—delight, gladden, cheer,ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385
;τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189
, al.;πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
;καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393
;τοὐμὸν.. τ. κέαρ S.Tr. 1246
; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη.. ἔτερψε [ αὐτούς] Hdt.8.99; sts. in [dialect] Att. Prose, ἔπεσι.. τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr. 240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj. 475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC 1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281;οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40
;τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4
.II more freq. in [voice] Pass. and [voice] Med.,1 in [dialect] Ep. the [tense] aor. [voice] Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content,ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780
;ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70
;σίτου τάρφθεν 6.99
; ; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib. 300; ἥβης ταρπῆναι ib. 212: metaph., take one's fill of lamentation,τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10
,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr.,φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186
;μύθοισι Od.23.301
;δαιτί 1.26
;γόῳ φρένα 4.102
;δίσκοισιν Il.2.774
;ἐν θαλίῃς Od.11.603
, Hes.Op. 115; φιλότητι (or ἐν φ.)τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441
, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usu. sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag.,λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu. 1042
(lyr.), cf. S.OC 1140, etc.; delight in, (Egypt, i A.D.);τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29
; : c. part.,λόγοις.. οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant. 691
;τέρπεται τιμώμενος E.Ba. 321
; τί ἂν.. ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr. 162;κενὴν ἐτερπόμην.. τέρψιν S.Fr. 577
;τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or. 1043
.4 freq. with words which limit its sense,θυμῷ Il.19.313
, Od.16.26;θυμόν Il.21.45
;κατὰ θυμόν Hes.Op.58
, 358;φρένα Il.1.474
, Od.4.102, etc.;φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19
, cf. Od.5.74;ἐνὶ φρεσίν 8.368
;τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310
;ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74
. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo.. ? 'what is the use of..?', Goth. paurfts, OE. pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.) -
5 φρήν
a pl., midriffὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
bI s., spirit, soul τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90 νέκταρ χυτόν, γλυκὺν καρπὸν φρενός (i. e. τὸν ὕμνον) O. 7.8ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ δυσπαλές O. 8.24
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.2
ἐλευθέρᾳ φρενὶ P. 2.57
αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. τίν, φρονίμῳ ὄντι, Fennel) P. 5.19ἀταρβεῖ φρενί P. 5.51
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν P. 6.36
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.52
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (ὁ νοῦς Σ.) N. 1.27 ( ῥῆμα)ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.8
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.50
ἐκ φρεν[ός (supp. Snell) Πα. 7A. 5.καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν Pae. 9.37
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] ασίᾳ φρενί fr. 173. 5. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν: conicias κέντρον, Snell) fr. 222. 3.II pl., wits, sensesδαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.30
καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὸν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (sc. λάθα) O. 7.47σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
μαινομέναις φρασὶν P. 2.26
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
ἀμπλακίαισι φρενῶν P. 3.13
θναταῖς φρασὶν (Boeckh: φρεσὶν codd.) P. 3.59τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
“ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 “ Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” P. 4.109 “ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.60
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.60 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ ( experience, Fennel) N. 10.12ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.5 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν (i. e. his words are at one with his thoughts) I. 6.72 τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.c soul of the deadθανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν O. 2.58
d fragg. ]έναν φρε[ν (supp. Lobel) fr. 169. 22. ] λισφρασι[ P. Oxy. 1792, fr. 4. -
6 κατά
κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—A downwards.A WITH GEN.,I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128
; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438
;ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355
;ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17
;κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c
;κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a
:— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82
(but perh. in sense 11.1).1 down upon or over,κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580
; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330
; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713
;κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177
; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10
;οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7
;ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256
; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.2 down into,νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39
; of a dart,κ. γαίης ᾤχετο 13.504
, etc.; ;ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100
; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.
113c, cf. Ti. 25d;κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007
(anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689
, etc.;θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475
(lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9
.4 of vows or oaths, by,καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26
, cf. 54.38;ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13
; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16
; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22
.b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660
.5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;κ. πάντων φύεσθαι D.18.19
; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7
;λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65
, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6
, cf. 18.6 of Time, for,μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37
; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20
([place name] Larissa ) (butκ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72
falls under 7);κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7
.7 in respect of, concerning,μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d
;κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b
; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10
;εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d
, cf. 74b;ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2
; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; soκ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13
: and in Adv. καθόλου (q.v.).B WITH Acc.,I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64
; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;κ. πτόλιν Od.2.383
; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512
; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16
, etc. (in later Gr.of motion to a place,κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1
);καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578
;κ. πτόλιν Id.Th.6
;αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169
;τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157
, etc.;κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54
;τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528
, cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7
: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46
;οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339
; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125
: generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.3 opposite, over against,κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76
, cf. 2.148, Th.2.30, etc.;ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505
;μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573
;κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11
;οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18
; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15
, cf. D.L.7.108.II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25
;αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013
; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a
; laterοἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72
(i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20
(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;κ. μῆνα POxy.275.18
(i A.D.).3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later detailed list,PTeb.
47.34 (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113; ; ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον
in separate sums of and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12
, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
;ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424
;ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32
, cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70
; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31
;καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2
; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.2 of pursuit,κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89
; simply κ. τινά after him, Id.1.84;ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53
; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b
.3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.IV of fitness or conformity, in accordance with,κ. θυμόν Il.1.136
; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97
; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;κ. νόμον Hes.Th. 417
;κὰν νόμον Pi.O.8.78
;κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15
; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30
, cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
, etc.; in quotations, according to,κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134
;κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b
, etc.2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31
; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7
(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67
; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425
;λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5
;οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169
;ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3
: freq. after a [comp] Comp.,μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
, cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.V by the favour of a god, etc.,κ. δαίμονα Pi.O.9.28
, cf. P.8.68;κ. θεῖον Ar.Eq. 147
codd. (κ. θεὸν Cobet);κ. τύχην τινά D.48.24
.VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600
years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.VII of Time, during or in the course of a period,κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137
; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221
; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).2 about,κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131
, etc.;κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58
; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67
; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146
(v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον); κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8
; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.I downwards, down, as inκαταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1
.III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.IV back, back again, as inκάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11
.V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in .F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.------------------------------------κατά [(B)], -
7 μερμηρίζω
I intr., to be anxious or thoughtful, to be in doubt: folld. by ὡς, etc., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ was debating how he should.., Il.2.3;μερμήριξε.., ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον 14.159
;μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554
: more freq. διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ.., ἦε .. debated anxiously whether.., or.., Il.1.189; μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ.., ἦ .. 5.671; δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ.., ἦ .. Od.22.333; δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἢ.., ἦ .. 16.73: c. [tense] aor. inf., διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι debated anxiously with himself, whether to turn back and fight (or not..), Il.8.167, cf. Od.10.438: with inf. in first clause and ἦ in second,μερμήριξε.. κύσσαι καὶ περιφῦναι.., ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο 24.235
sq.: c. acc. rei, ἦ τιπερὶ Τρώων.. μερμηρίζεις; Il.20.17.II trans., devise, contrive,πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων Od.1.427
;ἀεικέα μ. 4.533
, al.;δόλον.. ἐνὶ φρεσὶ μ. 2.93
; φόνον ἡμῖν μερμηρίζει ib. 325; .—[dialect] Ep. Verb, censured in Prose by Luc.Hist.Conscr. 22, Bis Acc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερμηρίζω
-
8 ὁρμαίνω
I in Hom. always, turn over or revolve anxiously in the mind, debate, ponder, mostly c. acc., , etc.: more shortly,κατὰ φρένα 10.507
;ἐνὶ φρεσίν Od.4.843
, h.Merc.66 ;φρεσίν Il. 10.4
, Od.3.151 ;ἀνὰ θυμόν 2.156
;θυμῷ A.R.3.451
; μετὰ φρεσί ib.18; also ὁρμαίνειν τι alone, ponder over, meditate, πόλεμον, πλόον, etc., Il. 10.28, Od.3.169, etc.; πολλά or , 18.345;ὁρμαίνων τέρας Pi.O.8.41
.2 abs., think, muse, ὣς ὥρμαινε thus he debated with himself, Il.21.64, cf. 14.20.3 folld. by a clause, ἤ.., ἦ.. debate whether.., or.., 16.435, Od.4.789, 15.300; ὁ. ὅπως debate, ponder how a thing is to be done, Il.21.137, 24.680.4 c. inf., long, desire, Hom.Epigr.4.16, A.R.3.620, Theoc.24.26;ὁ. νᾶας καῦσαι
rushing on to..,B.
12.106.II after Hom.,1 set in motion, drive forth, θυμὸν ὁ. gasp out one's life, A.Ag. 1388 ( ὀρυγάνει cj. Hermann); excite, urge,τινὰ πορεύειν Pi.O.3.25
(v.l. ὥρμα).2 intr., to be eager or impatient, chafe, fret,[ἵππος] βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων A.Th. 394
;κέαρ ὁ. B.Fr.16.12
;ἄπρηκτον ὁ. Semon.1.7
: part. eagerly, quickly,Pi.
O.13.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρμαίνω
-
9 φρήν
φρήν, φρενός, pl. φρένες: (1) pl., midriff, diaphragm, Il. 10.10, Il. 16.481, Od. 9.301. Since the word physically designates the parts enclosing the heart, φρήν, φρένες comes to mean secondarily:— (2) mind, thoughts, etc. φρεσὶ νοεῖν, κατὰ φρὲνα εἰδέναι, μετὰ φρεσὶ βάλλεσθαι, ἐνὶ φρεσὶ γνῶναι, etc. φρένες ἐσθλαί, a good understanding; φρένας βλάπτειν τινί, Il. 15.724; of the will, Διὸς ἐτράπετο φρήν, Il. 10.45; feelings, φρένα τέρπετο, Il. 1.474.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φρήν
-
10 κράτιστος
1 greatest, best τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν pr. O. 9.100γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58
( Αἴας)ὃν κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ πόρευσαν N. 7.27
κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos I. 1.17 epith. of Zeus, θεῶν κρατίστου παῖδες (κρατιστόπαιδες Σ.) O. 14.14 ὁ κράτιστος ( κάρτιστος v. l.) Πα. 7B. 50. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν; κέντρον, multa alia conicias” nott. Snell) fr. 222. 3. -
11 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
12 γάνυμαι
Aἐγάνυντο Q.S.5.652
;ἐγάνυτο Jul.Or.1.8c
: [dialect] Ep. [tense] fut.γανύσσομαι Il.14.504
: [tense] pf. part.γεγανῡμένος Anacreont.35.3
, Them.Or.13.177a: [tense] plpf. ἐγεγάνυσο ib.20.240d, al.:—brighten up, be glad or happy, γάνυται φρένα he is glad at heart, Il.13.493: c. dat., , cf. 20.405, Od.12.43, Ar.V. 612;γ. ἐπί τινι E.IT 1239
(lyr.); (lyr.), cf. E.Cyc. 504 (lyr.);ὑπὸ τοῦ λόγου Pl.Phdr. 234d
.—Freq. in later Prose, Ph.1.36,56, Plu.2.1098f, Polyaen.1.18, Jul.Or.1.40b, al., Them. ll.cc.;ᾄδων καὶ γανύμενος Aristid.Or.50(26).40
; freq. written γανν- in codd. ( γα-ν-υ- from root γαυ-, cf. γαίω, γαῦρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάνυμαι
-
13 γηθέω
Aγᾱθεῖ Theoc.1.54
(but [tense] pf. is always used for [tense] pres. in Trag., unless γηθούσῃ φρενί be read in A.Ch. 772, and [tense] impf. ἐπ-εγήθει (v. infr.) in Id.Pr. 157 (lyr.)): [tense] impf.ἐγήθεον Il.7.127
, 214: [tense] fut.γηθήσω 8.378
, etc.: [tense] aor. ἐγήθησα, [dialect] Ep. , [dialect] Dor.γάθησα Pi.P.4.122
, cf. Limen.7: [tense] pf. γέγηθα (in [tense] pres. sense, v. supr.), [dialect] Dor. γέγᾱθα with [ per.] 3sg.γεγάθει Epich. 109
(imper.γέγᾱθι Hymn.Curet.6
), Il.8.559, etc.: [tense] plpf. ἐγεγήθειν restored by Elmsl. in A.Pr. 157, [dialect] Ep.γεγήθειν Il.11.683
, 13.494, [dialect] Boeot. [ per.] 3sg.γεγάθι Corinn.Supp.1.27
. A collat. form [full] γήθω, [dialect] Dor. [full] γάθω, mentioned by Hsch., is found in CIG 3632 ([place name] Ilium), Orph.H.16.10, al.:—[voice] Med.,γήθομαι Q.S.14.92
, AP6.261 (Crin.), S.E.M.11.107: (v. γαίω):— rejoice, c. acc. rei,τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Il.9.77
;γ. κατὰ θυμόν 13.416
; νῶι γηθήσει προφανέντε will rejoice at our appearing, 8.378: freq. c. part., rejoice in doing..,γέγηθας ζῶν S.Ph. 1021
; :γεγήθει φρένα Il.11.683
(butἈχιλλῆος κῆρ γηθεῖ 14.140
);θυμῷ γηθήσας Hes.Sc. 116
;ἃν περὶ ψυχὰν γάθησεν Pi.P.4.122
;παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. Id.N.3.33
;γεγηθέναι ἐπί τινι S.El. 1231
, Hierocl. in CA 5p.427M.: c. dat.,ἄλλος ἄλλῳ γέγαθε Axiop.1.23
;τοῖς μεγάλοις ἀεὶ κακοῖς γέγηθ' ὁ κόσμος Sotad.15.4
: part. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. impune, ἦ καὶ γ. ταῦτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; S.OT 368; but simply, cheerful,φαιδρὸς καὶ γ. D.18.323
. -
14 δεῖμα
A fear,δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Il.5.682
;φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.);δ. ἔλαβέ τινα Hdt.6.74
; ἐς δ. πεσεῖν, ἐν δείματι κατεστάναι, Id.8.118,36; opp. θάρσος, Aen.Tact.16.3: pl., S.El. 636;φόβοι καὶ δ. Th.7.80
, Phld.D.1.22, etc. -
15 εὐφραίνω
A , etc., [dialect] Ion. and [dialect] Ep.εὐφρανέω Il.5.688
,ἐϋφρανέω 7.297
: [tense] aor. 1 εὔφρᾱνα or ηὔφρ-Simon. 155.12, Pi.I.7(6).3, E.Or. 217, etc.; [dialect] Ep.εὔφρηνα Il.24.102
, subj.ἐϋφρήνῃς 7.294
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.εὐφρᾰνοῦμαι X.Smp.7.5
; [dialect] Ion. [ per.] 2sg. εὐφρανέαι (v.l. - έεαι) Hdt.4.9; also [voice] Pass.εὐφρανθήσομαι Ar.Lys. 165
, Aeschin.1.191, Men.Pk.68: [tense] aor.1 εὐφράνθην or ηὐ- Pi.O.9.62, Ar. Ach.5: ([etym.] εὔφρων):—cheer, gladden,εὐφρανέειν ἄλοχον Il.5.688
;ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας Od.13.44
;ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα 20.82
;εὐ. θυμόν τινος Pi.I.7(6).3
; νόον, φρένα, A.Ch. 742, Supp. 515; [τινὰ] ἐπέεσσι Il. 24.102
;τινὰ δι' ἀρετήν Pl.Mx. 237a
; ;πλεῖστα X. Mem.2.4.6
.II [voice] Pass., make merry, enjoy oneself,εὐφραίνεσθαι ἕκηλον Od.2.311
, cf. Hdt.4.9, Ev.Luc.16.19, etc.; τινι at or in a thing, Pi.P.9.16, Ar.Nu. 561, Pl.Lg. 796b;ἐπί τινι Ar.Ach.5
, X.Smp.7.5, Aeschin.1.191;ἔν τινι X.Hier.1.16
; διά τινος ib.8; ἀπό τινος ib.4.6: c. part., εὐφράνθη ἰδών was rejoiced at seeing, Pi.O.9.62, cf. Men.Pk. 68; , cf. E.Med.36; τὰ ἐμὰ εὐ. enjoy a pleasure in my stead, Luc.DMar.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφραίνω
-
16 εὔκηλος
A free from care, at one's ease,εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
;εὗδον δ' εὔκηλοι Od.14.479
, cf. S.El. 241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν.. πολέας τελέοντες ἀέθλους.., ὁ δ' εὔκηλος .. Od.3.263;εὔκηλοι πολέμιζον Il. 17.371
; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν.. ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op. 671, cf. h.Merc. 480;εὔ. τέρπου φρένα Pherecr.152
.2 in Alexandr. and later [dialect] Ep. of things, νὺξ εὔ. still, silent, Theoc.2.166; πτέρυγες εὔ. steady, even, A.R.2.935;αὖραι εὔ. Opp.H.4.415
. Adv. - λως A.R.2.861.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκηλος
-
17 θέλγω
Aθέλγεσκεν Od.3.264
: [tense] fut.θέλξω 16.298
,A.Pr. 865, [dialect] Dor.- ξῶ Theoc.Ep.5.3
: [tense] aor.ἔθελξα Il.
(v. infr.):—[voice] Med., Alc.Supp. 11.7:—[voice] Pass., [tense] fut.θελχθήσομαι Luc.Salt.85
: [tense] aor.ἐθέλχθην Od.10.326
, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.- χθεν 18.212
:—poet. Verb (used by Pl.Smp. 197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, be witch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47
, al.;τὸν.. Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435
; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291
, cf. 326 ([voice] Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40
; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255.2 cheat, cozen, Od.16.195, 298, S.Tr. 710: c. dat. modi, ; ; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276, 604;ἔπεσσιν Od.3.264
.3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶςἔθελγε νόον h.Cer.37
, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5;καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr. 174
:σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp. 1055
;θέλγει ἔρως E.Hipp. 1274
(lyr.);ᾠδῆς.., ἣν ᾄδει θέλγων.. νόημα Pl.Smp. 197e
:—[voice] Pass.,μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA 142
(lyr.);τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch. 420
(lyr.);ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212
; Μούσαισιν.. τὴν φρένα θελγομένη (which may be [voice] Med.) IG14.1960.4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865;ἔρως δέ νιν.. θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr. 355
; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14.5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544
([place name] Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.) -
18 θερμαίνω
Aἐθέρμηνα Il.14.7
, etc., later : [tense] pf.τεθέρμαγκα Hsch.
s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4
, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ.. Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7
;ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba. 679
, cf. A.Pers. 505;τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108
:—[voice] Med., cause to be warmed,τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37
(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd. 63d; ; feel the sensation of heat, Pl.Tht. 186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.2 metaph.,θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87
;ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc. 758
;σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc. 424
;σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra. 844
; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch. 990(1004);οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20
:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj. 478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El. 402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαίνω
-
19 θυμοβόρος
A eating the heart,θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58
, al.;λύα Alc.Supp.23.10
;Κῆρες A.R.4.1666
; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag. 103 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβόρος
-
20 θυμός
θῡμός, ὁ,A soul, spirit, as the principle of life, feeling and thought, esp. of strong feeling and passion (rightly derived from θύω (B) by Pl.Cra. 419e ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς):I in physical sense, breath, life, θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, freq. in Hom., Il.6.17, 5.852, 155, 1.205: c. dupl. acc.,ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17
;ἐπεί κε.. ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68
; λίπε δ' ὀστέα θ. 12.386; ἀπὸ δ' ἔπτατο θ. Od.10.163;ὀλίγος δ' ἔτι θ. ἐνῆεν Il.1.593
;μόγις δ' ἐσαγείρετο θυμόν 21.417
;ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152
;θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334
; of animals, 3.294, 12.150, etc.: less freq. in Trag., A. Ag. 1388, E.Ba. 620 (troch.).2 spirit, strength,τείρετο δ' ἀνδρῶν θ. ὑπ' εἰρεσίης Od.10.78
;ἐν δέ τε θ. τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.17.744
.3 πάτασσε δὲ θ. ἑκάστου each man's heart beat high, 23.370, cf. 7.216.II soul, as shown by the feelings and passions; and so,1 desire or inclination, esp. desire for meat and drink, appetite,πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il.4.263
;πλησάμενος.. θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.17.603
: generally,τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il.7.68
; βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ. 8.301;αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346
; θ. ἐποτρύνῃ [τινά] Od.9.139; θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται, Il.1.173, 13.73; ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart, 16.255, 21.65;ἵετο θυμῷ 2.589
; so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart, Hdt. 5.49; [ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph.Supp.1.3
;θυμὸς ὥρμα Pi. O.3.25
, cf. 38;θυμὸς ἡδονὴν φέρει S.El. 286
;ὧν ἐρᾷ θυμός Herod.7.61
;τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt.1.1
;ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id.8.116
, etc.: with Verb omitted,σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5
; ἄρχ' αὐτὸς ὥς σοι θ. S.El. 1319; ὅπου ὑμῖν θ. X.Cyr.3.1.37;βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp.Prog.8
.2 mind, temper, will, θ. πρόφρων, ἵλαος, Il. 8.39, 9.639; θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ., 15.94, 19.229, Od.5.191; ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind, Il.15.710, etc.;οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263
;ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od.9.302
; ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;θωπείας κολακικάς, αἳ.. τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl.Lg. 633d
.3 spirit, courage, μένος καὶ θ. Il.20.174;θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od.10.461
; πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ. Il.15.280; ψῦχρος ἔγεντο θ., of doves, Sapph.16;θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt.1.120
;θ. οὐκ ἀπώλεσεν S.El.26
;ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar.Eq. 570
; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί .. X.Cyr.4.2.21; : so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία, ib. 440b, al., cf. Arist.Pol. 1328a7, 1327b24, Phld.Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion, opp. Λογισμός, Cleanth.Stoic.1.129.4 the seat of anger,χωόμενον κατὰ θυμόν Il.1.429
;νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254
;θυμὸν ἐχώσατο 16.616
, etc.: hence, anger, wrath,δάμασον θυμόν 9.496
; εἴξας ᾧ θυμῷ ib. 598;θυμὸς μέγας ἐστὶ.. βασιλήων 2.196
;θ. ὀξύς S.OC 1193
;θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med. 1079
, etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S.Ant. 718;οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl.Lg. 867b
; opp. λογισμός, Th.2.11, etc.; ἐπανάγειν τὸν θ. Hdt.7.160;ἐκτείνειν And.3.31
;καταθέσθαι Ar.V. 567
; ;θυμῷ χρᾶσθαι Hdt.1.137
, al.;ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc.12.81
(so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ., i.e. the outward manifestation of ὀ., Phld.Ir.p.90W.); of horses, X.Eq. 9.2: pl. (not earlier than Pl., f.l. in S.Aj. 718 (lyr.)), fits of anger, passions,περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl.Phlb. 40e
;οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id.Prt. 323e
, cf. Arist.Rh. 1390a11.5 the heart, as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ, Il.14.156, 7.189;θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494
;μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171
; ἄχνυτο θ. 14.39, etc.; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ .. they felt as glad at heart as if.., Od.10.415; μηδ' ὀνίαισι δάμνα.. θ. Sapph.1.4; of fear,δέος ἔμπεσε θυμῷ Il.17.625
, cf. 8.138; of love,τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343
;ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc.17.130
; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heart's beloved, Il.5.243; reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart, 1.562; ἐκ θ. πεσέειν, i.e. to lose thy favour, 23.595;ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E.Med.8
;ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11
.6 mind, soul, as the seat of thought, ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θ. Il.1.193, etc.; ᾔδεε γὰρ κατὰ θ. 2.409, cf. 4.163, etc.;φράζετο θυμῷ 16.646
;ἐν θ. ἐβάλοντο ἔπος 15.566
;τοὺς λόγους θυμῷ βάλε A.Pr. 706
;εἰς θ. βαλεῖν τι S.OT 975
; οὐκ ἐς θ. φέρω I bring him not into my mind or thoughts, Id.El. 1347.
См. также в других словарях:
φρένα — φρένα, τα και φρένες, οι ο νους, το λογικό, τα λογικά: Μα εκεί που πέλαγο η φωνή σάλευε πια τα φρένα (Μ. Μαλακάσης). – Έγινε έξω φρενών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρένα — φρήν midriff fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήδε λίην χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα, μήθ’ ἀγαθοῖσιν τερφθῆς ἐξαπίνης. — μήδε λίην χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα, μήθ’ ἀγαθοῖσιν τερφθῆς ἐξαπίνης. См. В счастьи не возносись … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φρέν' — φρένα , φρήν midriff fem acc sg φρένε , φρήν midriff fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
в счастье не возносись, лучше Богу помолись — Счастью не верь, беды не пугайся. В счастье не возносись в беде не унывай. Ср. Не будет, может быть, лелеять Судьба уж более тебя И ветр благоприятный веять В твой парус: береги себя! Державин. К первому соседу. Ср. Im Glück nicht stolz sein und… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
В счастьи не возносись — Въ счастьи не возносись (лучше Богу помолись). (Счастью не вѣрь) бѣды не пугайся. Въ счастьи не возносись, въ бѣдѣ не унывай. Ср. Не будетъ, можетъ быть, лелѣять Судьба ужъ болѣе тебя И вѣтръ благопріятный вѣять Въ твой парусъ: береги себя!… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français